United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βγαίνοντας από την αίθουσα του χορού άρπαξε μια πνευμονία και έπεσε επάνω σε ένα παγκάκι της λεωφόρου. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Όταν βγήκε, αδύνατος και εξαντλημένος, δεν είχε πού να μείνει ούτε τι να φάει…. Κοιμόταν κάτω από τις καμάρες του λιμανιού, έβηχε και είχε εφιάλτες. Ονειρευόταν πάντα τον λιμενάρχη που τον ακολουθούσε, τον ακολουθούσε….. όπως στις σκηνές του κινηματογράφου.

Κι όμως πρώτος απ’ όλους, μόλις βαρούσε η καμπάνα, τα βροντούσε όλα χάμω κ’ έτρεχε σπίτι, κόβοντας δρόμο απ' την Πλάκα και την Άγια Αικατερίνη κ' έπειτα πίσω απ' το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, για να οικονομήση και το καθημερινό έξοδο του τροχιόδρομου καθώς έλεγε στον εαυτό του.

Η κόρη μου εξεφύλλιζε μαργαρίτες και η γυναίκα μου αρωτούσε τα χαρτιά πού βρίσκεται και τι κάμνει, έως ότου ένας δεκανέας, που εγύριζεν από το στρατόπεδο, ήλθε μια μέρα να της φέρη το φυλακτό, που του κρέμασεν εις το λαιμό του Πέτρου όταν εξεκίνησεν εις τα σύνορα, και να της πη ότι δεν έχει πλιά γυιό, πως του έκλεισεν ο ίδιος τα μάτια αφού εβασανίστηκε τρεις εβδομάδες εις το νοσοκομείο.

Αχ! κύριε, δε μπορείτε να φανταστήτε, τι θα πη νάσαστε υποχρεωμένη να χαηδεύετε με την ίδια αδιαφορία ένα γέρο έμπορο, ένα δικηγόρο, έναν καλόγερο, ένα γονδολιέρο, έναν αββά· νάσαστε εκθεμένη σ' όλους τους εξευτελισμούς, σ' όλους τους διασυρμούς· να καταντάτε συχνά στο σημείο να δανείζεστε ένα πουκάμισο για να πηγαίνετε να σας το σηκώνη ένας άντρας συχαμερός: να σας κλέβη ο ένας, ό,τι κερδίσατε από τον άλλο· να σας φορολογούν οι αστυνόμοι και να σας περιμένουνε στο βάθος του μέλλοντός σας φριχτά γηρατειά, ένα νοσοκομείο και μια κοπριά, ε! τότε θα συμπεράνετε, πως είμαι ένα από τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα του κόσμου.

Κι άρχιζε πάλε τα γέλοια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνη, προσκαλούσε τους διαβάτες ναγοράσουνε πωρικά. Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ' αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είνε μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του.

Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω. — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του; — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο. — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου. — Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω; — Μαζί και κείνη.

Μία φορά επήγα να ψωφήσω από πλευρίτη στο Γερμανικό νοσοκομείο της Πόλης. Άλλη μία φορά στην κάθαρσι της Σινώπης έκαμα δύο μήνες από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι κατακέφαλα κ' έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα μόλις έπαιρνα την καλήτερη, μονοφύσημα ετραβούσα για την πατρίδα. Και, στη θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από εκείνες δεν εγνώρισεν ακόμα η ψυχή μου.