United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαινότανε τόσο γερασμένη, που έμοιαζε σα να βγήκε από κάποιο παραμύθι, ακκουμπούσε σ' ένα ραβδί και τα σουρωμένο πρόσωπό της ζάρωνε ακόμα περσότερο από τον πόνο, όταν κινούσε το αρθριτικό κορμί της. — Αλλοιώς το αφήσανε κι αλλοιώς το βρίσκουνε ταφεντικά..., είπε η γερόντισσα.

Επειδή είχε στο δάχτυλο ένα τεράστιο διαμάντι κ' είχανε παρατηρήση μέσα στις αποσκευές του μια βαλίζα τρομερά βαριά, βρεθήκανε αμέσως γύρω του δυο γιατροί, χωρίς να τους καλέση, μερικοί επιστήθιοι φίλοι, που δεν τον αφήσανε ποτές μόνο του, και δυο θρησκόληπτες γυναίκες, που του ζεσταίνανε τις σούπες.

Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων. — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα. — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα; Και προσέθηκεν ο ασκητής. — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου; — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης· και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν. — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός!

Εμείς πάντα σε καταπατούμε. — Όχι εμένα, διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, τον ελαιώνα μου. Ας είνε· δεν πειράζει. Αφήσανε τουλάχιστον της κουτσούραις τα γίδια; Ήτο και αστείος ο γέρων. — Ας είνε! εξηκολούθησεν. Όσο και αν φάνε τα πράμματα, θ' απομείνουν πάντα η ρίζαις. Και θα ξαναβλαστήσουν. Και εγέλασεν.

Καμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κ' οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κ' οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι' αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας: — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα... — Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης: Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ' τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα-ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίση με το βαπόρι. Απ' τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ' έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε.

Όταν κανείς μεγάλος τονέ ρωτούσε, αν είναι αλήθεια πως έχει αρρεβωνιαστικιά, ο Σβεν απαντούσε «ναι» απερίφραστα κ' έτρεχε αμέσως κ' έπαιζε μαζί της, σα να ήθελε να ρωτήση μ' αυτό τον κόσμο, αν δεν είναι αλήθεια ωραία και χαριτωμένη, σα μια πραγματική αρρεβωνιαστικιά. Ναι, γενικά ο τρόπος του Σβεν είτανε τέτοιος, ώστε πάψανε ναστειεύουνται μαζί του· κι αυτά ταδέρφια ακόμα τον αφήσανε πια ήσυχο.

Χρόνους επτά εκράτησε Η φλόγ' αυτή κ' η πάλη. Εσβύσθηκε . . . Ετάραξε Την οικουμένη όλη, 'Στή θάλασσα βυθίσθηκαν Των τούρκων τόσοι στόλοι, Καιτη στεριά αφήσανε Μια δεκατιά μεγάλη. Εσβύσθηκε ... Κ' εσβύσθηκε Πώς σβυέται το καμίνι Που λείπει μεν η φλόγα του, Αλλά μέσα του βράζει· Κι' άμα φυσήξη άνεμος, Έξω τήνε πετάζει, Και πάλι καίει με ορμή . . . Έτσ' έσβυσε κ' εκείνη.