United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χρόνους επτά εκράτησε Η φλόγ' αυτή κ' η πάλη. Εσβύσθηκε . . . Ετάραξε Την οικουμένη όλη, 'Στή θάλασσα βυθίσθηκαν Των τούρκων τόσοι στόλοι, Καιτη στεριά αφήσανε Μια δεκατιά μεγάλη. Εσβύσθηκε ... Κ' εσβύσθηκε Πώς σβυέται το καμίνι Που λείπει μεν η φλόγα του, Αλλά μέσα του βράζει· Κι' άμα φυσήξη άνεμος, Έξω τήνε πετάζει, Και πάλι καίει με ορμή . . . Έτσ' έσβυσε κ' εκείνη.

Η Μάρω βαρυνθείσα ν' ακούη τους πειρακτικούς εκείνους λόγους απεμακρύνθη των χωρικών και καθήσασα εις μίαν άκραν της αυλής, επί τινων καυσοξύλων, ήρχισε να μοιράζηται μετά του Γιάννου το φαγητόν. — Να σου ειπώ, κόρη μου· δεν νυστάζεις ; ηρώτησεν αυτήν μετ' ολίγον πλησιάσας ο γέρων χωρικός· οι κότες εκούρνιασαν, το κρασί εσώθηκε, η φωτιά εσβύσθηκε κ' εμείς θα πλαγιάσωμε· τι θες να κάνης ;

Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μεςτο βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.