United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με δάκρυα: — Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή καδένα! Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς: — Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!

Όλα του φαίνονταν μακρινά, όλο και πιο μακρινά, σαν να είχε μπαρκάρει και μέσα από την γκρίζα και τρικυμισμένη θάλασσα να έβλεπε να χάνεται η ξηρά στο ορίζοντα. Να όμως ο ντον Πρέντου που γυρίζει σπίτι. Είναι λιγότερο παχύς από πριν, σαν να είχε αδειάσει κάπως. Η χρυσή του καδένα κρέμεται λίγο επάνω στο στήθος του που ασθμαίνει.

Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας.

Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . . — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού. — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;

Δεν ήταν όσο ήθελε να δείξη κακή· ούτε περπάσα, ούτε περίεργη ήταν στ' αληθινά. Μόνον φαντασία είχε. Και για τούτο της άρεσαν οι συμφωνίες. Κάθε υποχρέωση την θεωρούσε μιαν αλυσίδα στο λαιμό της, μια καδένα, όπως την έλεγε. Κ' ήθελε νάχη απ' αυτές όσο μπορούσε λίγες και μετρημένες απάνου της.

Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.

Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της συζύγου του από της συγκινήσεως. Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη.

Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της. Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της. — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα είχε μοίρα και ριζικό! — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.

Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν. Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνηνπρώτην φοράνευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε.