United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στου Χαγάνου πήγαινε και στου Πέτρου Γλάμη και στου Βασίλη Ζάρακα· πήγαινε κάποτε και στου Θεομίσητου. Μάλιστα τώχε χαρά του να δουλέψη στων οχτρών του τα χτήματα. Άσε που οικονομούσε το καρβέλι, μα ήθελε να δείχνη και την αξία του. Δεν το αρνιόταν πως ο Θεομίσητος ήταν δουλευτής από τους πρώτους. Τι να ταρνηθή που φαινότανε. Μα ήταν δουλευτής κι ο Ευμορφόπουλος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Μάλιστα αφού το λέτε σεις το πιστεύουμε· είπε κι ο Θεομίσητος. — Μάλιστα, το λέω γω γιατί είμαι γω· ναι, είμαι Ευμορφόπουλος ! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος. Κ' οι Ευμορφόπουλοι να το ξεύρετε τ' όνειρο και την πράξη τα είχαν ένα· να, έτσι δα, έτσι δα! είπε σφιχτοπλέκοντας τα δάχτυλά του.

Μέσα στη συφοριασμένη του ψυχή φύτρωσε η ελπίδα, όπως στην καψάλα το αγριοβότανο. «Πάλε με τον καιρό στη γενιά μας θα έρθουν» είπε. Δίπλα στο μαρμαρένιο παλάτι των γονιών του, ήταν ένα καλύβι ανήλιαγο και καπνισμένο. Καν για τους υπερέτες καν για τους χοίρους ήταν. Εκεί έκατσε ο Γιάννης ο Ευμορφόπουλος με το μεγάλο του στοχασμό.

Τι θα κάνατε; τον ρώτησε ανυπόμονα ο Αριστόδημος. — Τι θάκανα; και με ρωτάτε ακόμα; θα γενόμουν Ευμορφόπουλος· αληθινός Ευμορφόπουλος. Δε θα περιοριζόμουνα στη γλώσσα· θάσκαβα τη γη και θα σύναζα κάθε λιθάρι της εποχής τους. Θάνοιγα μουσεία και σχολεία· τίποτ' άλλο. — Κ' έπειτα; — Έπειτα; ο θαυμασμός του κόσμου θάφερνε σε μένα τους τόπους μου. — Θα το κάμω εγώ· είπε αποφασιστικά ο Αριστόδημος.

Εκείνοι άμαθοι από καβάλλα δυσκολεύτηκαν πολύ να βάλουν το πόδι τους στη σκάλα. Ο Αριστόδημος παρουσίασε πρόθυμα το γόνα του. Οι σοφοί αρνήθηκαν. Α, μπα! δεν είνε δυνατόν. Μα ο Ευμορφόπουλος επίμενε. Καθώς έστεκε με το καπέλλο στο χέρι και τα γόνα μπροστά, έλεγες πως έκανε δέηση. Οι σοφοί κατάλαβαν πως η άρνησή τους δεν έκανε άλλο παρά να μακραίνη τον εξευτελισμό του, και τον λυπήθηκαν.

Εκείνη ξαναμμένη από τον πόθο χαμήλωνε τα μάτια της και με χέρια ολότρεμα έπαιζε με την άκρη της ποδιάς της. — Ο λόγος σου είνε γλυκός και σωστός· είπε σε λίγο βαρυανασαίνοντας· μου σκλαβώνει την καρδιά γιατ' έχει και τα δυο σμιγμένα. Μα πώς να γίνη, πώς να γίνη ταταίριαστο; Ένας Ευμορφόπουλος να πάρη γυναίκα του μια ταπεινή...

Τα περιστέρια και τα ορνίθια, τα ζώα μικρά μεγάλα, πέρναγαν από τόνα στ' άλλο δίχως ξεσυνέριση· πίνανε το νερό τους, σήκωναν το χώμα τους, έτρωγαν το χορτάρι και τους καρπούς ανεμπόδιστα. Οι μέλισσες τρυγούσαν τον ανθό πότε αποδώ και πότε αποκεί, με την ίδια ευχαρίστηση. Έτσι το ηύραν από μιας αρχής, πριν να γίνη ο Ευμορφόπουλος χτηματίας.

Κάμε τον ζευγά, κάμε τον βαλμά, κάμε τον τσαγκάρη ακόμα. Ώμορφο πράμα, αλήθεια, ένας Ευμορφόπουλος να μπαλώνη παπούτσια. Η κυρά Πανώρια εσούφρωσε αυστηρά τα φρύδια της και τον κύτταξε κατάματα. Το χασκόγελό του της φαινόταν ανυπόφορο. — Κ' ένας καλός μπαλωματής, παιδί μου, είπε αργά και σοβαρά, μπορεί να τιμήση τ' όνομά του όπως κ' ένας σοφός.

Άρχιζε από τα Βυζαντινά χρόνια, πέρναε στα χρόνια της σκλαβιάς και τελείωνε στον Αντρέα τον ΕυμορφόπουλοΑντρέα τον Ελευθερωτή, όπως τον έλεγε. Δεν ήταν βιβλίο παρά καθρέφτης. Κάθε Ευμορφόπουλος φαινόταν εκεί μέσα ίδιος κι απαράλλαχτος όπως ήταν στην εποχή που έζησε. Ένας καταλαχάρης άνθρωπος θάλεγε πως αυτοί όλοι ήταν ξεχωριστοί κι άμοιαστοι μεταξύ τους.

Δίχως τη γλώσσα δεν είστε τίποτα· είστε ένα άτομο όπως και κάθε άλλο. — Μα αφού έχω τ' όνομά τους! είπε ο Αριστόδημος με θλίψη. Αφού ζω στο χώμα τους! — Ζήτε στο χώμα τους; έχετε τ' όνομά τους; τον ρώτησε ο Περαχώρας με χαμόγελο. Και πόσοι δεν πέρασαν απ' αυτό το χώμα; Να ο Χαγάνος· ζη αιώνες εδώ πέρα· είνε λοιπόν κ' εκείνος Ευμορφόπουλος; Α, να ήμουν στη θέση σας! να ήμουν στη θέση σας!...