United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι έλπιζε πάντα, άμα που θαρθή το καλοκαίρι ναλλάξουν τα πράματα. Κι όταν ο Νίκος την κύτταζε βαθιά με τα μεγάλα του τα μάτια σαν άνθη που ρωτούσανε, νόμιζε πως γι' αυτό τηνέ ρωτούσαν και χαμήλωνε τα δικά της και χλώμιαινε ακόμα περισσότερο από τη ντροπή της που δεν ήτον ακόμα γερή σαν πρώτα.

Πραγματικά τ' ωραίο γαλάζο σκάφος χαμήλωνε σιγά σιγά, βούλιαζε ως την κουπαστή, κ' ύστερα άρχισε να χάνεται με γυρμένη πρύμη μέσα στο χάος του νερού. Η κανονιοφόρα δεν είχε πάθει τίποτα κι' εξακολούθησε σφυρίζοντας το δρόμο της. Ανεβάσανε τους ναυαγούς πάνω στο θωρηκτό. Ήταν δύο. Ο μηχανικός, κι' ο τιμονιέρης που είχε πέσει στη θάλασσα.

Εις ταντίφωνα ο δάσκαλος άρχιζε με βαθειά φωνή «Και μετά του πνεύματός σου» κετελείωνεν ο παιδικός χορός «Ο Θεός ημών» με οξύφωνη συνέχεια, η οποία από τους ψηλούς τόνους χαμήλωνε κιαπλωνότανε σαν κύμα, πράμμα που δεν τούλειπε μεγαλοπρέπεια και χρωματισμός με υποβολή. Αλλ' ο μεγαλείτερος και σπουδαιότερος νεωτερισμός του Καπετανάκη ήσαν τα στρατιωτικά γυμνάσια.

Ο βράχος από τη μια μεριά κοβότανε απότομα και σχημάτιζε γκρεμό φοβερό. Κάτω στο βάθος έτρεχε μικρό ποτάμι, ανάμεσα σε πλατάνια, μυρτιές και βάτους, και σένα μέρος γκρεμιζότανε μαφρούς και βοή κεσχημάτιζε καταρράχτη. Από το δώθε μέρος ο βράχος χαμήλωνε κήτον εύκολο νανέβη κανείς και να προχωρήση έως την κορυφή.

Εκείνη ξαναμμένη από τον πόθο χαμήλωνε τα μάτια της και με χέρια ολότρεμα έπαιζε με την άκρη της ποδιάς της. — Ο λόγος σου είνε γλυκός και σωστός· είπε σε λίγο βαρυανασαίνοντας· μου σκλαβώνει την καρδιά γιατ' έχει και τα δυο σμιγμένα. Μα πώς να γίνη, πώς να γίνη ταταίριαστο; Ένας Ευμορφόπουλος να πάρη γυναίκα του μια ταπεινή...

Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’ αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος.

Κάποια κούραση κατέβαινεν ως τα βλέφαρά του και του τα χαμήλωνε σε κλείσιμο. Αισθανότανε το άτομό του βυθισμένο στη λύπη, και τον εαυτό του χαμηλωμένο από την ταπείνωση.

Του φαινόταν πως η μικρή Παναγία κοίταζε λίγο τρομαγμένη από την υγρή της κόγχη τον κόσμο που είχε έρθει να ταράξει τη μοναξιά της, πως ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά και ο ήλιος χαμήλωνε γρήγορα στην κοιλάδα για να αναγκάσουν τους ενοχλητικούς προσκυνητές να φύγουν.