United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτι μεγάλα και κόκκινα τριαντάφυλλα, κάποιες ωχρόδροσες μοσκιές και ρόδα απριλιάτικα, έζωναν τους τίμιους λαγόνες της, σαν ουράνιο τόξο. Κάτω οι μυρτιές και οι βιόλες και παρακάτω τα δαφνόκλαδα ψήλωναν και θέριευαν, λες και βρήκαν εκεί την αληθινή πατρίδα τους. Μα στο χλωμόδροσο πρόσωπό της κάθονταν ανάλαφρα ο πόνος κ' η θλίψη του χωρισμού. Για κείνη όχι· αλλά για κείνους που άφινε.

Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικήσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα. Είταν η μάννα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο. Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τακούγη το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τάσκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος.

Ο βράχος από τη μια μεριά κοβότανε απότομα και σχημάτιζε γκρεμό φοβερό. Κάτω στο βάθος έτρεχε μικρό ποτάμι, ανάμεσα σε πλατάνια, μυρτιές και βάτους, και σένα μέρος γκρεμιζότανε μαφρούς και βοή κεσχημάτιζε καταρράχτη. Από το δώθε μέρος ο βράχος χαμήλωνε κήτον εύκολο νανέβη κανείς και να προχωρήση έως την κορυφή.

Το νερό χυνότανε κάτω στο δικό του χτήμα, πότιζε τα δικά του δεντρικά και τώρα εκιντύνευαν να ξεραθούν. Μα δεν τον έμελλε. Προτιμούσε να τα χάση, παρά να χαρίση στάλα στα ζωντανά της Ελπίδας. Τις κουμαριές που σκέπαζαν την πλαγιά κ' έκαναν οι μέλισσες το θαυμάσιο μέλι τους τις έκαψε. Τις μυρτιές που γλύκαιναν τα περιστέρια έβαλε και τις ξερρίζωσαν.

Μέρες και μήνες θα ιδής τον ήλιο ν' ανατέλλη και ολοένα θα κυνηγάς το κάθε του φανέρωμα. Βουνά και κάμπους θα περάσης, βράχους και γκρεμνά. Και σαν ιδής τον ήλιο να βγαίνη στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, εκεί θα σταματησης. Απάνω σένα βουναλάκι, που θα ιδής να πρασινίζουν δάφνες και μυρτιές, θα ξανοίξης μια βρύσι μαρμαρένια. Το νερό στάζει απ' τη μαρμαρένια βρύσι σαν δάκρυο.

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.