United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστεια θα βαστούσε πολύ, ωστόσο μας βεβαίωσε πως δεν είτανε κίντυνος κ' επειδή από καιρό είχα στο νου κάποιο ταξίδι, έφυγα για λίγες μέρες με την ελπίδα πως άμα θα γύριζα, θα είχε περάσει το δυσκολότερο στάδιο. Πέρασα λοιπόν τρεις ολάκερες μέρες με καλούς φίλους και χάρηκα τη φιλία και την ωραία φύση χωρίς να έχω πολλή ανησυχία.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

Οι πρώτες οι διαταγές ονομάζουνταν Ινδικτιώνες , οι άλλες Σουπερινδικτιώνες . Στου Κωσταντίνου τις μέρες η Ιδιχτιώνα βαστούσε δεκαπέντε χρόνια. Αργότερα οι ταχτικές επιταγές έγιναν παντοτεινές κι ονομάστηκαν Κανόνες . Οι έχταχτες όμως έβγαιναν πάντα κάθε λίγο, αγκαλά κολνούσαν κι αυτές κάποτες και γίνουνταν Κανόνες . Και μ' αυτόν τον τρόπο ο χτηματικός ο φόρος καταντούσε παντοτεινός.

Ποιος θα με βαστούσε εμένα, αν είμουνα Παναγιά; Και τι τάχα; Τέτοιες αρρώστιες θα γιάτρεβα μόνο; Θα γιάτρεβα, παιδιά μου, και τις αρρώστιες της ψυχής.

Φυσομανάει η θάλασσα, τα κύματα βογγούνε, Κ' ένα με τ' άλλο σπρώχνονται και σπαίνουν στ' ακρογιάλι· Κ' εκεί που η κόρη τα 'ρωτά, βλέπει ένα θεριωμένο Να ψηλωθή, να ψηλωθή, τα βράχια να περάση, Και να την πνίγη 'ςτόν αφρό. Τραβιέται η κόρη 'πίσω, Και κλειώντας την αγκάλην της, που ολάνοιχτη βαστούσε Τον ακριβό της να δεχθή, σφίγγει 'ςτά στήθηα απάνου Παραδαρμένο ένα κορμί, και άψυχο και κρύο.

Από πάνω ο βράχος του Φιλοπάππου που, ό,τι κρύο και νάκανε τώρα το χειμώνα, τους βαστούσε το Βορριά και τραβούσε όλες τις αχτίδες απάνω του και σαν έκανε καλωσύνη μύριζε πέτρα λιασμένη και μοναξιά βουνίσια και γαϊδουράγκαθο διψασμένο.

Και νά, στερνός τούς ήρθε τ' Ατριά κι' ο πρωταφέντης γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος, τι είχε πληγή· γιατί κι' αφτόν στο πόδι είχε λαβώσει ο Κόνας, τ' Αντηνόρου ο γιος, όταν βαστούσε η μάχη.

Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου. Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήταν πρωί ακόμα.

Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας 10 κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε.

Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι.