United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΦΛΕΡΗΣΞέρεις πολύ καλά αν έχω τις ιδέες αυτές. Όμως είμεθα σκλάβοι στη γνώμη του κόσμου. Έχω ένα καθήκον για τη Δώρα, είμαι πατέρας. ΛΕΛΑΤο ξέρω. Η Δώρα είναι ένα κορίτσι αγνό, λευκό ακόμα, σαν το απάτητο χιόνι. Το βλέμμα μου μονάχα μπορεί να το μολύνη, η αναπνοή μου μπορεί να του φέρη αρρώστεια. Είμαι η λεπρή . . . Όμως μείνε ήσυχος!

Απαρατάει στο φάραγγα τη Μάγισσαν ο Γιάννος Και παίρνει όρη και βουνά και τρέχει, σαν αγέρας, Να πάη ναύρη τον γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Π’ ανθίζει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακά του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας 10 κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε.

Κι’ αυτή του απολογήθηκε, μ’ απελπισιά μεγάλη: — Πίσω από κείνο το βουνό, πούναι ψηλό και μέγα, Πώχει τα σύννεφα κορφή και μέση τα λαγκάδια, Και ρίζα του της θάλασσας, τ’ απάτητα θεμέλια, Στέκει περίφανο, βαρύ, άλλο βουνό μεγάλο, Και πίσω πάλιν απ’ αυτό άλλο βουνό προβάλλει, Κι’ αυτό τρανό κι’ υπέρψηλο, κι’ αυτό πολύ μεγάλο, Και πίσω πάλι κι’ απ’ αυτό άλλο και πάλιν άλλο, Βουνά σαράντα στη γραμμή, συνεφοσκεπασμένα, Και στο βουνό τ’ ακριανόν, όπου είναι απ’ όλα πίσω, Είν’ ένα σπήλιο απάτητο σ’ έναν γκρεμό μεγάλον Οπού είναι παραδύσκολο σ’ ανθρώπινο ποδάρι Να σκαρφαλώση, ν’ αναιβή και μέσα να πατήση.

Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γέρο-αλογολάτης «Τέλιωσαν ναι έτσι αφτά όπως λεςαφτή είναι η μάβρη αλήθειακι' αλλιώς δεν τα τελιώνει πια μήτε ο μεγάλος Δίας· τι το τειχί πάει έπεσε, π' ολπίζαμε θα μείνει 55 κάστρο για μας απάτητο, ταμπούρι της αρμάδας, κι' αφτοί σα σκύλοι πολεμούν, με πείσμα, να μας πάρουν τα πλοία, και δε βγάζεις πια, και μια και διο αν κοιτάξεις, που πιο ο στρατόςζερβά ή δεξάτσακάει κακοπαθαίνει· τόσο έτσι πέφτει ανάκατα, κι' αχεί η φωνή ως στα ύψη. 60 Μα ας δούμε, αδρέφια, αφτή η δουλιά πώς να γενεί, αν μας βγάλει τίποτα η σκέψη· όμως εμείς δε γίνεται να μπούμε μες στη σφαγή, τι δε βαστάει σε μάχη ο λαβωμένος

Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.

Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντήτα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθετον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.

Κι’ είχε το δύσκολο γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Που βρίσκονταν το ποθητό Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακα του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει: — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι, Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος. Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια, Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο, Πέραεκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.