United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όλοι είδαν που το κρέας της έμεινε απείραχτο και αβρό σαν το δαμάσκηνο της δαμασκηνιάς. Τότε απ' όλα τα στήθεια μεγάλη κραυγή ευχαριστίας βγήκε προς το Θεό.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ κ. Μ. Μητσάκη. Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη, Στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει, Κι' αναστενάζει απ' την καρδιά και με τον νου της λέει: — Μάνα, μ' εκακοπάντρεψες και μ' έδωκες σε κλέφτη, Που βρίσκεται 'ςτόν πόλεμο απ' την αυγή ως 'ςτό βράδυ, Κι από το βράδυ ως 'ςτήν αυγή φυλάει 'ςτό καραούλι, Και δεν τον είδα μία φορά να κοιμηθή σιμά μου, Εγώ τουφέκια σκιάζομαι, τάρματα εγώ τα τρέμω, Για να το ζώσω 'ςτό κορμί να πάω από κοντά του, Κ' εχτίκιασαν τα στήθεια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου, Μαράθηκαν τα νειάτα μου κ' η εμμορφιά μου εχάθη.

Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά . . . Και πού νάρθη, από την Αμέρικα ο Θανάσης μας! . . . να σου φέρη όλα τα καλούδια . . . και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά . . . να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη . . . Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα 'πάνω στα στήθεια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι . . . να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!

Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι, κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ' αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα στην ίδια μεριά.

Κ' εκείνος τον πατέρα και την μητέρα πρώτ' από τους άλλους αγκάλιαζε και σαν να τους εγνώριζε από καιρό τους έσφιγγε στα στήθεια του και δεν ήθελε να βγη από την αγκαλιά τους. Έτσι γλήγορα η φύση γεννάει την εμπιστοσύνη. Παρολίγο να λησμονήση και τη Χλόη.

Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει: — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι, Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος. Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια, Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο, Πέραεκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.

Κάθε Χριστιανού θα σκίσω 'γώ τα σωθικά και στους σκύλους την καρδιά του θε να ρίξω, αν στον αγαπητό του Καίσαρα να δείξω δεν κατορθώσω την αλήθεια. . . Γάιε, και συ Λουκά, βγάλτε του γρήγορα τα ρούχα και νυχτώνει, ίσως τον φέρουνε στα λογικά οι πόνοι. . . Ασπίδα λες από ελεφαντόδοντο έχει τα στήθεια κι' ίδιος καρπός το κάθε μπράτσο του φουσκώνει. ΓΥΝΑΙΚΑ. Ωιμένα!

Σωπάτε, μην τρομάζετε, λαχτάρα μη σας πήρε, Κ' εκείνος που με γλύτωσε γλυκοκοιμάται απάνου. Χιλιάδες βασιλόπουλα πλακώσανε 'ςτό κάστρο Κ' επιάστηκαν 'ςέ πόλεμο, κ' επιάστηκαναμάχη, Όποιος γλυτώσει απ' όλους τους 'ςτό κάστρο να πηδήση, Ν' αρπάξη εμένα και μακρυά δική του να με πάρη. Κάθε που έπεφτε σπαθιά τα στήθεια μου περνούσε.

Αραδαριά θα βρης εκεί τον κάμπο να γιομίζουν Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια. Που πολεμούν με μάνιτα, που αμάχονται με δίψα, Όποιος αξιώτερος φανή 'ςτό κάστρο να πηδήση Την κόρη την Πεντάμορφη δική του να την κάμη. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια. Κι' αν θα φανής αξιώτερος και μείνης μοναχός σου.