United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, 84 έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τα' ασκέρι· 85 όμως την ώρα που ο ξυλάς ανοίγει το ταγάρι να φάει στη βουνολαγγαδιά, τα χέρια σα μπουχτίσουν κόβε κόβε έλατα αψηλά, και την καρδιά του πιάνει λιγούρα, κι' ένα διο μπουκιές γυρέβει να δαγκάσει· την ώρα αφτή τα τσάκισαν οι Δαναοί των Τρώων 90 τα τάγματα, φωνάζοντας στα παλλικάρια θάρρος από 'να λόχο σ' άλλονε.

Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας: — Πάρ'τα, αδερφέ! Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι' όλα... — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιοείπε εκείνος, που τα είχε βρη. — Μακρυά από εμένα το άδικο!

Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνειθισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένουςένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτά χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα.

Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον• λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε• τα πόδιατην γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595 άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος, κ' εξανακύλ' αδιάντροποςτο σιάδι οπίσ' ο λίθος. και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600

Γνώριζε πως όσα έγραφα εκεί για τους ανθρώπους βλασταίνανε από τις μακριές ομιλίες μεταξύ μας κ' είταν ευχαριστημένη που την ονόμαζα ζωντανό σημειωματάρι μου, σημειωματάρι που βαστούσε ασφαλέστερα παρά κάθε γραφή τους στοχασμούς μου και μου τους ξαναέδινε δροσερούς και ξανανιωμένους.

Είπε, μα δεν της έκρινε ο συγνεφοσυνάχτης, Μον ώρα κάθουνταν πολλή δίχως να βγάζει λέξη. Κι' η Θέτη καθώς τούπιασε το γόνα, το βαστούσε πάντα σφιχτά, και ξαναρχής δεφτέρωσε το λόγο «Πες πια το ναι έτσι αληθινά και τάξ' το μου, ή κι' αρνήσουκαι τι σε μέλει αν αρνηθείς; — να μάθω θέλω εμένα 515 πόσο πιο λίγο απ' τους λοιπούς θεούς με λογαριάζεις

Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικήσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα. Είταν η μάννα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο. Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τακούγη το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τάσκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

Πρέπει, λοιπό να βαστούσε ακόμα κάποια κρυάδα αναμεταξύ παλιάς και νέας Ρώμης στα 408, κι αυτό μονάχα θάσωνε να μας ξηγήση το γιατί δεν ανακατεύτηκε ο Ονώριος όταν έμεινε τ' ανατολικό Κράτος σ' ανήλικα χέρια. Είπαν πως ο Αρκάδιος είχε διορισμένο κηδεμόνα του μικρού τον Πέρσο βασιλέα τον Ισδεγέρση. Αλήθεια ψέματα αυτό, αδιάφορο, αφού δεν έγινε.

Κάποια βέβαια ομοιότητα η δημιουργική εργασία του κριτικού θα έχη με το έργο που τον έσπρωξε στη δημιουργία, μα θάναι τέτοια ομοιότης, που υπάρχει όχι μεταξύ της Φύσεως και του καθρέφτη που υποθέτουμε πως ο ζωγράφος τοπείων ή πορτραίτων βαστούσε αντίκρυ της, αλλά μεταξύ της Φύσεως και του έργου του διακοσμητή καλλιτέχνη.