United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Τότε οι βάρβαροι εστάθησαν εις μίαν στενωπόν, αόρατοι υπό τα πεύκα, εξ ων ήτο κατάφυτον το βουνόν, και ο αρχηγός τους διέταξε να μοιρασθώσιν εις τρεις ομάδας και να βαδίσωσιν εκάστη χωριστά, εις πεντακοσίων βημάτων απόστασιν η μία από της άλλης, διά να μη φανώσιν ύποπτοι εις πάντα αγροδίαιτον, όστις τυχόν ορθρίζων από της αυγής εις το βουνόν, θα τους παρετήρει μακρόθεν.

Κ' επειδή κάθε μέρα γινόταν ο ήλιος πιο καυτερός, γιατί τελείονε η άνοιξη κι άρχιζε το καλοκαίρι, είχαν πάλι καινούργιες και καλοκαιρινές διασκέδασες· ο Δάφνης κολυμπούσε στα ποτάμια κ' η Χλόη λουζότανε στις πηγές. Εκείνος έπαιζε το σουραύλι παραβγαίνοντας με τα πεύκα κ' εκείνη τραγουδούσε συναγωνιζούμενη τ' αηδόνια.

Το ίδιο έκαμε και σε κάτι πεύκα που είχαν τα πουλάκια για κούρνια τους. Εκείνα πήρανε τόσο φόβο μαζί του που αρατίζονταν μόλις άκουαν τη φωνή του. Μα θες από πείσμα θες από αγάπη, δε μπορούσαν να ξεκόψουν κι ολότελα. Πήγαιναν να ζητήσουν τροφή και πόση στον τόπο του Χαγάνου· τα λαλήματα όμως και τα παιγνίδια τους τα είχανε για τον Αριστόδημο.

Ω αν είστε σεις, γελάτε μου, γελάτε μου· ο αυλός μου, τη δροσερή σας τη χαρά μες στην αυγή λαλεί· κι ανίσως έκοψες γι' αυτόν τ' αγριόροδα εδώ μπρος μου σκύψε κοντά και στόλισ' τον γύρω μ' αυτά, καλή. Ορθό στέκεσαι αντίκρυ μου, ολόμορφο βουνό, βουνό με τ' άσπρα μάρμαρα και τα σγουρά τα πεύκα, γλαρό, ιλαρό προς το γλαυκόν υψώνεσαι ουρανό και λιγερόκορμο καθώς των λαγκαδιών σου η λεύκα.

Τα ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσατα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το παίρνει, λέει, το σχέδιο. Και ωλόλυζε: — Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου! — Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ; — Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Εδώ ετριζοβόλουν οξυές θεόρατες, εκεί εβροντούσαν χιλιόχρονες βελανιδιές, δεξιά εχούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά εστέναζαν λυγερά κυπαρίσσα! Ένα Μυκωνιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία και αρραγμένο κατάμπροστα, επετούσε τα σανίδια σαν πούπουλα κ' εσκέπασε τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι Σμυρνέικο κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια.

Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.