United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' ομολογώ, να κρατηθώ κ' εγώ εχρεωστούσα, πλην άθελά μου ήκουσες τον μυστικόν μου πόθον, και πριν το πάρω είδησιν· λοιπόν συμπάθησέ με, κ' εις ελαφράδα της καρδιάς μη τύχη κι’ αποδώσης τα όσα εξεσκέπασεν η σιωπή του σκότους. ΡΩΜΑΙΟΣ Αγάπη μου, ορκίζομαι, μα το σεμνόν Φεγγάρι, που τα κλαδιά τα φουντωτά των δένδρων ασημόνει....

Πού πας περδικομάτα μου, κατά 'ςτό μεσημέρι, Που σε λερώνει ο κορνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος; 'Στά φουντωτά τα δένδρα μου να ξαποστάσης έλα, Να πιής οχ' τη βρυσούλα μου, να πάρης λίγη ανάσα, Να ξαπλωθήςτους ίσκιους μου όσο να πέσ' η κάψα Κι' όσο να πάρη το δροσιό, κ' ύστερ' αν θέλης φεύγεις.

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια.

Εδώ ετριζοβόλουν οξυές θεόρατες, εκεί εβροντούσαν χιλιόχρονες βελανιδιές, δεξιά εχούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά εστέναζαν λυγερά κυπαρίσσα! Ένα Μυκωνιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία και αρραγμένο κατάμπροστα, επετούσε τα σανίδια σαν πούπουλα κ' εσκέπασε τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι Σμυρνέικο κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια.

Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία, Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι. Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!.. Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι. Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του, Καιτο γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.

Ο νεοσκαφής τάφος με τον μαύρον ξύλινον σταυρόν, προς το ρίζωμα του οποίου είχον φυτρώσει, τις οίδε πώς, μεγάλη τις κουκκέα με δροσερά υπόφαια ως στακτωμένα φύλλα και ολίγα μαυροπράσινα μάραθα με τα κίτρινα άνθη των τα φουντωτά, ην ο τάφος της θειά-Ζωίτσας, ήτις απέθανε τρεις μήνας μετά το πάθημα της θυγατρός της, πονούσα βαθέως διότι έβλεπε χωλήν την ωραίαν θυγατέρα της.

Κάτω απ τα ρειπωμένα τα τειχιά, στα φρύδια γύρωθε του βράχου, πυκνές οι αγριαμυγδαλίτσες, εκρέμαγαν τα φουντωτά κλωνάρια τους πάνω στο γιαλό, κ' εκαθρεφτίζονταν με χάρη. Ασπρουδερά κι ολόχαρα τα κουνελάκια, που βόσκουν άφτονα μες το νησί, εξέβγαιναν βόσκοντας πάνω στου βράχου το στεφάνι.

Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ, επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος από αγάπην.