United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιμά εις την κορυφήν του βουνού, εις τον Άι-Κωνσταντίνον, εκεί ήσαν τα πλατάνια, ωραία δένδρα, και από την ρίζαν των ανέβλυζε δροσερά πηγή. Εστάθημεν προς στιγμήν διά ν' αναψύξωμεν. Εκείθεν έπρεπε να κατέλθωμεν τον κατήφορον, διά να φθάσωμεν εις την Κεχριάν, μισήν ώραν δρόμον ακόμα.

Τόσα ήτανε τα ήμερα· μα ήτανε και κυπαρίσσια και δάφνες και πλατάνια και κουκουναριές· και σ' όλα αυτά αποπάνω αντί γι' αμπέλι απλωνότανε κισσός, που τα τσαμπιά του, όντας μεγάλα και μαυριδερά, εφαίνονταν σαν σταφύλια· από μέσα ήτανε τα καρπερά δέντρα σαν να φυλάγονταν απ' έξω στέκανε γύρω-γύρω τ' άγρια σαν φραγή χεροφτιαστή· κι αυτά όμως τα περιτριγύριζε φράχτης από ψιλά αγκάθια.

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.

Έφθασε στον ΆιΛιά ως δύο ώρας προ της μεσημβρίας. Τα πελώρια πλατάνια εφυσώντο κ' εσείοντο κυρτά επί της πλατείας, σκεπάζοντα όλην την έκτασιν, νανουρίζοντα την μεγάλην δίκρηνον βρύσιν.

Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη, Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα. Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα· Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά, Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε, Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε... Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός· Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.

Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει. Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.

Πού και πού ερχότανε κι' ο Κυρ- Νικολάκης. — Αι! πώς τα πάμε, Κυρ-Νικολάκη, του λέω μια μέρα·Πώς να τα πάμε; Σαν τον κάβουρα. Κλεφτότοπος, παραλυσία. Χάλασαν κ' οι γυναίκες στον τόπο μας. Όλο εργολαβία και ξετσιπωσιά. «Η ανομία επληνθύνθη». Τον αγριοκύτταξα. Δεν άργησε να με καταλάβη. — Έννοια σου, παιδί μου. Δεν ανακατεύομαι πια. Εδώ που τα λέμε, ο Θεός μονάχα μας ακούει και τα ψηλά πλατάνια.

Αυτά τα κάνουν, εννοείται, μπροστά στους ενδιαφερομένους, για να τους φοβίσουν. Το καταλληλότερο είναι εκείνο, που βγαίνει στες ιτιές και στα πλατάνια. Τα στενάρι, ο πυριόβολος και η ύσκα είναι τα τρία σύνεργα με τα οποία ανάβουν φωτιά. Η φωτιά του στερναριού θεωρείται κατάλληλη για τα μαγικά. Όλα αυτά είναι από τ’ ασυνάρτητα. Ίσως νάχουν και κάποια εξήγηση, που εγώ δε γνωρίζω.

Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, π' ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου απ' το βωμό, κι' ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει 310 Κι' εκεϊ είταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. Και τ' άκουγες π' απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν μέσα στο στόμα του φιδιού.

Τα βουνά, τα στολισμένα με πυκνά δάση από ψηλά, αντρειωμένα, δροσερά έλατα, με τις στογγυλές και γλυκειές ραχούλες τους, με τις πρασινάδες και τις αγράμπελές τους, με τις πλαγιές τους φουντωμένες από πράσινα πλατάνια, από χαμηλούς κέδρους, και κατάψηλους γαύρους, το χωριό με τα μικρούλια σπιτάκια του που τάλουζε απαλά κατάχρυσος ήλιος, με τα τρεχάμενα νερά και το βοητό τους, με κηπαρέλια που πρασίνιζαν οι κλαρωτές φασουλιές και βόσκαγαν στα γρασίδια τους κάτασπρα μαρτίνια αρνάκια, το χωριό τόμορφο, το δροσερό και το χαριτωμένο, πόσο είταν αλλιώτικο με τον πόνο της καρδιάς της, και πώς φαίνουνταν καμωμένο να χαμογελάη στην ομορφιά της και στην ευτυχία της, στην ομορφιά που την είχε και στην ευτυχία που της την έκλεψε μαζί του πέρα στην Πόλη ο άντρας της.