United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες ζαρωματιές του προσώπου.

Ως δεύτερον δε εκείνας αι οποίαι μετρούν εν σχέσει προς το ορθόν μέτρον και το πρέπον και την ευκαιρίαν και την ανάγκην και όλα όσα αποτελούν το μέσον των δύο άκρων. Νέος Σωκράτης. Πολύ ορθά είπες το καθέν τμήμα, και έχουν μεγάλην διαφοράν μεταξύ των. Ξένος. Διότι με ένα οποιονδήποτε τρόπον όλα όσα είναι έργα της τέχνης έχουν ανάγκην μετρήσεως.

Είναι φανερόν ότι δυνάμεθα να διαιρέσωμεν την μετρικήν, καθώς είπαμεν, χωρίζοντες αυτήν εις δύο συμφώνως με αυτό, και να θεωρήσωμεν ως έν μέρος αυτής όλας τας τέχνας, όσαι μετρούν τους αριθμούς και τα μήκη και τα βάθη και τα πλάτη και τας ταχύτητας εν σχέσει προς το αντίθετον.

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θέλεις να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσης; ΔΑΦΝΙΣ Θέλω να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσω. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Τι στοίχημα να βάλωμε καλό και για τους δυο μας; ΔΑΦΝΙΣ Ένα μοσχάρι βάζω εγώ· εσύ τρανό κριάρι. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Δε βάζω το κριάρι εγώ, τ' έχω κακό πατέρα κ' είνε κ' η μάννα μου κακιά, κι όταν γυρνώ το βράδυ μου τα μετρούν τα πρόβατα και τα ξαναμετρούνε.

Και σου λένε, Μπαρμπαγιώργη, πως δεν είν' έξυπν' οι Γαλαξειδιώτες. Αφού και στη στεριά παίρνουν οδηγό τη μπούσουλα!.. Αφού μετρούν τα χωράφια τους από άρμπουρο σ' άρμπουρο κι' απ' ασφάκα σ' ασφάκα... Και δεν είνε παληκάρια γιατί 'πήραν το τιτίβισμα των περιστεριών για ληστάδες κ' έφυγαν αφίνοντας τις γυναίκες στους νταυλοκαλογέρους!... Ο Γαλαξειδιώτης όμως άναψεν αμέσως.

Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει. Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.

Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό 145 Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλλον δε μετρούν, Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. 150 Επειδής φτερά βαστάει. Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όπιος δεν τον κυνηγάει, Χάνει πάντα τον τορό. Σύναζε νιος όσο μπορείς, 155 Γέροντας άνεσι να βρης. Στα νιάτα σου αν οκνεύεις. Γέρος κακά πορεύεις·

Τρέχουν, βομβούν, εργάζονται, φορτόνονται, ανάβουν, δεν τρέφεται με σχέδια ο ήσυχός των νους· εδώ μετρούν, εκεί σακκιά για το σιτάρι ράβουν, μόνον εγώ ο ποιητής πετώ 'στους ουρανούς. Τι έξυπνος! τι πονηρός! σαν νέος της Αθήνας . . . αν ήσαν κι' οι υπάλληλοι οι άλλοι σαν κι' εμένα, ο έμπορος επλούτιζε εις ένα δύο μήνας, κι' αμπάρια και κατάστιχα θα τάφινε κλεισμένα.

Μόνε μου φαίνεται άδικα, να το θαρρούν. Όσοι καθόλου, για άθρωπο δε σε μετρούν. Γιατί όσο κι' αν είσαι άνοστος μ' υπερβολή, Χωρίς κάνα προτέρημα λίγο πολύ, Με κάθε δίκιο πρέπει σου βαθμός πρωτιάς Σαν καθαυτό πρωτότυπου της ανοστιάς.

Στον καλόν τον καιρό σα λαλούσες Στον κακόν ημπορείς να χορεύεις. Και της πλάταις γυρίζοντας μπαίνει Μες την τρύπα του ευτύς το Μυρμήγκι. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλον δε μετρούν. Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. Ο καιρός φτερά βαστάει, Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει, Δεν του βρίσκει πλιο τορό. Σύναξε νιος όσο ημπορείς, Γέροντας άνεσι να βρης.