United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στις δέκα τη νύχτα πλακόνει άλλο τάγμα τούρκικο δεξιά. Στέλνω για νερό, στέλνω για βοήθεια στον ανθυπασπιστή τον Παπαγεωργίου πούχε δεκάξη άντρας παρακάτω. Τίποτα. Είχε γερή δουλειά κι αυτός. Κι οι Τούρκοι όλη τη νύχτα πυρ ομαδόν πεντακόσα τουφέκια κατ' απάνω μας· κ' έχτιζαν κι οχυρώματα. Έβλεπες τη νύχτα ημέρα· ένα μέτρο απ' τη γις ξαστεριά, φωταψία, και από πάνου καπνός κι αντάρα.

Και ιδού ό,τι νυξ διά τον ένα, διά τον άλλον ημέρα· και ό,τι σκότος διά τούτον, δι' εκείνον φως. Ποία σύγχισις, ποία σύγκρουσις, ποίος σπαραγμός! Αυταπάρνησις, Θρησκεία, Ελευθερία, Δημοκρατία, ακατανόητοι θεότητες, των οποίων τα είδωλα λατρεύονται, αλλά τοποθετημένα με τους πόδας άνω και με τας κεφαλάς κάτω.

Κάτι άλλο κακό μεγαλείτερο θα μας εύρη! Εξημέρωνεν η πρωτομαγιά. Αι πρώται της αυγής ακτίνες διεπέρων ήδη τον μελανόν ορίζοντα όπισθεν του οποίου ήρχισε να οποφέγγη λαμπρά ημέρα· τα άστρα εξηφανίζοντο και εσβέννυντο το έν κατόπιν του άλλου ως σβέννυνται λαμπάδες μία-μία την ημέραν του Πάσχα.

Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως ποικιλομένης από πτώσεις. Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας ανθρώπων εις την ψυχήν. Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά τον τυφλόν δεν υπάρχει. Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους και ανοιχθέντας ψευδώς.

Ζέστη γλυκειά μας μαλάκονε όλους τριγύρω. — Μπέλικο κυνήγι, φέτο, έλεε ο ψαράς. Προχτές πέρασαν από δω πεντέξη. Κάθησαν όλη την ημέρα· βάρεσαν κάμποσες μπεκάτσες στο λόγκο και χτες πήραν ένα μονόξυλο και τράβηξαν μέσα στο πέλαγο για παπιά και φαλαρίδες. Από χτες, και δε γύρισαν ακόμα... — Τότε θα τράβηξαν από την άλλη στεριά, είπε ο δούλος του συντρόφου μου.

Δέσε στο χέρι μου το χέρι, έτσι όπως τότε μιαν ημέρα· πουλιά λαλούσαν στον αέρα, στης άνοιξης το πρώτο χάδι στους κλώνους έλιωνε το χιόνι· ήταν βαθιά μες στο λαγκάδι και βρέθηκες κοντά μου μόνη. Δε λέω το μυστικό σου· στάσου να πω μονάχα τη χαρά σου όταν στο λόφο είχαμε φτάση κι αντίκρυσες τον ήλιο κάτου, που χρυσοφώτιζε τα δάση· σ' ένα λαμπρό βασίλεμά του.

Το Ελληνικόν Έθνος βλέπομεν ότι φευ ολονέν εκλείπει και χάνεται, διότι εκλείπουσι και χάνονται οι έχοντες το πονετικόν νεύρον εν τη καρδία των πολίται, πληθύνονται δε οι άλλοι, οι περιφρονούντες τα πάντα, οι λέγοντες: τι είνε τούτο και τι είνε εκείνο, και τι θα πη νύκτα, και τι θα πη ημέρα· και άλλα, τα οποία συνοψίζονται εις το κατάψυχρον, ως μπάλα χιόνος, «δεν βαρυέσαι!» . .

Τοιούτο τι λοιπόν ήκουσα ότι εγένετο και διά το όρυγμα της εν τη Αιγύπτω λίμνης, με την διαφοράν ότι η μεταφορά των χωμάτων εδώ δεν εγίνετο διά νυκτός αλλ' εν πλήρει ημέρα· σκάπτοντες οι Αιγύπτιοι έφερον το χώμα εις τον Νείλον, ο δε ποταμός ελάμβανεν αυτό και το διεσκόρπιζεν. Η λίμνη λοιπόν αύτη κατ' αυτόν τον τρόπον λέγουσιν ότι εσκάφη.

Τόσα ήτανε τα ήμερα· μα ήτανε και κυπαρίσσια και δάφνες και πλατάνια και κουκουναριές· και σ' όλα αυτά αποπάνω αντί γι' αμπέλι απλωνότανε κισσός, που τα τσαμπιά του, όντας μεγάλα και μαυριδερά, εφαίνονταν σαν σταφύλια· από μέσα ήτανε τα καρπερά δέντρα σαν να φυλάγονταν απ' έξω στέκανε γύρω-γύρω τ' άγρια σαν φραγή χεροφτιαστή· κι αυτά όμως τα περιτριγύριζε φράχτης από ψιλά αγκάθια.