United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ταφίνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλλοί σ' αυτόν που χάθηκε. Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι. — Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ' έναν αναστεναγμό, — Ψεύτικος κόσμος! Ας τονε να πάη να χαθή.

Στον καφενέ του μαζευόντουσαν όλα τα γεροντάκια, όλοι οι καραβοτσακισμένοι Πίνανε τον ναργιλέ τους και τρίβανε τους ρεμματισμούς τους, θυμάμενοι τα παληά τους. Ο Καπετάν-Πεφάνης έφκιανε και κάτι μπλάστρια για τους πόνους, με λιβάνι και τρεμεντίνα, ένα κ' ένα για τους ρεμματισμούς. Κι' από τότε πούβαλε μπροστά την καινούργια τέχνη, οι δουλειές του πήγαιναν καλά.

Τα περιστέρια και τα ορνίθια, τα ζώα μικρά μεγάλα, πέρναγαν από τόνα στ' άλλο δίχως ξεσυνέριση· πίνανε το νερό τους, σήκωναν το χώμα τους, έτρωγαν το χορτάρι και τους καρπούς ανεμπόδιστα. Οι μέλισσες τρυγούσαν τον ανθό πότε αποδώ και πότε αποκεί, με την ίδια ευχαρίστηση. Έτσι το ηύραν από μιας αρχής, πριν να γίνη ο Ευμορφόπουλος χτηματίας.