United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή. — Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού! Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου. Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.

Και χωρίς να χάνουν καιρόν, αδημονούντες ύψωσαν απειλητικώς τας αξίνας εναντίον του. Ο Δημήτρης εξήλθε μετά τάχους του κτήματος και διηυθύνθη προς την κωμόπολιν, εκ της ζάλης του μη ενθυμηθείς ούτε την αξίναν του να λάβη. Ήτο λοιπόν τω όντι αφορισμένος! το εύρημά του, το οποίον είχε γίνει γνωστόν εις την κωμόπολιν, έκαμνε γνωστόν και το κακόν το οποίον εβάρυνεν επ' αυτού!

Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται. — Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμη πάλιν τον δρόμον μαζή μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας.

Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·

Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα κλαρί και πέτρα. σ. 228 Το » απ' άκρη ς' άκρη » και το χώμα κλαρί και πέτρα , ήσαν ρήτραι δι' ων συνήθως εν τοις παλαιοίς συμβολαίοις παρεχωρείτο η απόλυτος κατοχή κτήματός τινος. Διάκε νερό κι' αλάτι. σ. 228 Νερό κι αλάτι φράσις δημώδης, δι' ης εμφαίνεται η επανάληψις φιλίας διακοπείσης ένεκεν σοβαρού τίνος λόγου. Το κρίματο λαιμό σου.

Οι τρεις γυναίκες ζούσαν από τα εισοδήματα του κτήματος που εκείνος καλλιεργούσε. Δε θα χάσεις αυτό που δικαιούσαι». Κι εκείνος έκανε υπομονή, και η πίστωσή του μεγάλωνε χρόνο το χρόνο, τόσο που η ντόνα Έστερ, μισοαστεία, μισοσοβαρά, του υποσχόταν να τον αφήσει κληρονόμο του κτήματος και του σπιτιού, παρ’ όλο που ήταν πιο γέρος από εκείνες.

Όλη τη μέρα ο Έφις, υπηρέτης στις κυρίες Πιντόρ, δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.

Πόσο είναι ευτυχισμένοι εκείνοι που μπορούν να δουλεύουν!» Ο Έφις σκεφτόταν τον Τζατσίντο που έγινε χαρούμενος και καλός μόλις βρήκε δουλειά, και διερωτήθηκε με πίκρα εάν δεν έκανε πάλι λάθος που εγκατέλειψε τις καημένες τις κυράδες του. Κι έτσι πήγαινε και πήγαινε και ησυχία δεν εύρισκε. Η σκέψη του ήταν πάντα εκεί κάτω, ανάμεσα στις καλαμιές και στα σκλήθρα του μικρού κτήματος.

Εις τα ίδια δε περιστρέφεται η κατά μέγεθος διαφορά του μεγαλοπρεπούς, η οποία αρετή είναι τρόπον τινά εις τα ίδια πράγματα ελευθεριότης εν μεγάλω, και με τα ίδια έξοδα θα κάμη το έργον μεγαλοπρεπέστερον. Διότι δεν είναι η ιδία η αρετή του κτήματος και του έργου.

Και το μονοπάτι, εγώ δεν το ’φτιαξα κι αυτόΤο μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος. Ήταν ένα έργο υπομονής, γερό που θύμιζε εκείνα των αρχαίων προγόνων που έχτισαν τα νουράγκε.