United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν συνόλω είπεν ότι ουδόλως συγκατετίθετο να μείνουν ακόμη εις τον αυτόν τόπον και ότι έπρεπε να αναχωρήσουν όσον τάχιστα και άνευ αναβολής. Ο Ευρυμέδων συνεμερίσθη την γνώμην ταύτην· αλλ' επειδή αντέλεγεν ο Νικίας, προέκυψεν εκ τούτον κάποια χαλαρότης και βραδύτης, και ενόμιζαν επίσης ότι ο Νικίας, επιμένων ούτως εις την γνώμην του, είχε καλλιτέρας των άλλων πληροφορίας.

Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας·Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;

Η φυσική ροπή προς την ζωήν της απομονώσεως είχε φανερωθή εις τον νεαρόν Ναζαρηνόν από τα πρώτα έτη της παιδικής ηλικίας του· αλλ' εν αυτώ προέκυψεν εκ της συναισθήσεως, ότι ήτο προωρισμένος να εκπληρώση ένδοξον αποστολήν, εκ του πόθου ν' ακολουθήση ένα πεπρωμένον εμπνεόμενον από φλογεράς ελπίδας.

Τότε παράδοξον φαινόμενον ενώπιόν μου προέκυψεν. Ο Άνθρωπος αισθάνεται αμέσως στομαχικήν επανάστασιν, αρχίζει δε να εξαιμή την τόσον γλυκείαν και τόσον χωνευτικήν τροφήν. Ερωτώ και εγώ: — Τι άρά γε συμβαίνει, δυστυχή! έτρωγες δηλητήριον λοιπόν και δεν το ηννόεις; Ιδού και πάλιν τον ακούω να βάλλη κραυγάς ισχυράς και να αισθάνεται πόνους φρικώδεις.

Το αλλόκοτον τούτο διεφαίνετο κατ' εξοχήν είς τινας τύπους των τότε Ερμουπολιτών, οίτινες ηδύναντο να δώσουν αφορμήν εις ηθογράφον ή και εις γελοιογράφου την γραφίδα, εάν δεν εξημβλύνετο η συναίσθησις του γελοίου εν μέσω της γενικής ακαταστασίας και της προσφάτου έτι μνήμης της πανωλεθρίας, εκ της οποίας προέκυψεν ο συνοικισμός της Ερμουπόλεως.

Όταν παρά τινος τυμβωρύχου φιλολόγου ανεκαλύφθη και προέκυψεν ότι τα ποιήματα του Όσσιαν δεν ήσαν ειμή πλαστογραφίαι του Μακφερσώνος, διεσκεδάσθησαν δε εκ μιας ωσεί καπνός τα ιδανικά αυτών θέλγητρα, απερίγραπτος λύπη κατέλαβε πολλούς εκείνων, οίτινες είχον συνηθίσει να πιστεύωσιν εις την ύπαρξιν του Βάρδου πολεμιστού.

Θε μου, Άι-Προκόπη μου. — Αχ! Παναγία μου! Πριν αρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος εξόπισθεν του βράχου προέκυψεν, ο Κουμπής. — Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου. Έλα μαζί μας, Λελούδα. — Να 'ρθή; πού να 'ρθή; Σε καλό σου, Κουμπή, ετόλμησε να ψελλίση η Κουμπίνα. — Σύρε στο σπίτι σου, Κουμπίνα, επανέλαβεν ο σύζυγός της. — Λελούδα, έλα θα πάμε στην φεργάδα.

Υπό τα περιστύλια, ανέμενον τον Τετράρχην οι Γαλλιλαίοι, ο ερμηνευτής των Γραφών, ο ποιμενάρχης, ο διοικητής των αλυκών και είς Ιουδαίος εκ Βαβυλώνος ο οδηγών τους ίππους του. Όλοι τον εχαιρέτησαν ανευφημούντες. Μετά ταύτα εξηφανίσθη εις τα ιδιαίτερά του δωμάτια. Ο Φανουήλ προέκυψεν εις την γωνίαν ενός διαδρόμου. — Α! πάλιν συ; Θα έρχεσαι ίσως διά τον Ιωχανάν. — «Και διά σε.

Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&. Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε φως&. Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την Ανάστασιν.

Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·