United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του Αγαθούλη, τούπε: — Πώς λοιπόν, κύριε Αγαθούλη, δεν αναγνωρίζετε πια την Πακέττα; Σ' αυτά τα λόγια ο Αγαθούλης, που δεν την είχε έως τώρα προσέξει, απάντησε: — Αλίμονο, δυστυχισμένο μου παιδί, σεις λοιπόν εφέρατε τον δόχτορα Παγγλώσση στα όμορφα χάλια, που τον είδα; — Αλίμονο, κύριε, είμ' εγώ, είπε η Πακέττα. Βλέπω, πως τάχετε πληροφορηθή όλα.

Ευτυχής τώρα εξακολουθεί τον δρόμον της. — Τι καλά, συλλογίζεται, όταν έλθη η μητέρα των, δεν θα εύρη τα παιδάκια της σκορπισμένα, θα τα εύρη σε ζεστή μέσα φωληά. Το δειλινό επείνασε πάλιν και έβγαλεν από την τσέπην της το ολίγο ψωμί που της έμεινεν, αλλ' ενώ έτρωγε, παρατηρεί σε μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ένα χονδρό σχοινί ένα αρνάκι. Ω! το δυστυχισμένο ζώον! είπε.

Ό,τι συνέβηκε αυτόν τον καιρό στην ψυχή της Καρολίνας, ποια ήταν τα αισθήματά της προς τον άνδρα της, προς τον δυστυχισμένο φίλο της, δύσκολα τολμούμε με λόγια να εκφράσωμε· αλλά μπορούμε, ύστερα από όσα ξέρομε για τον χαρακτήρα της, να σχηματίσωμε μέσα μας μια ιδέα, και μια ωραία γυναικεία ψυχή μπορεί να μπη στη θέσι της και να εννοήση ό,τι κι' αυτή αισθάνθηκε.

Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά. — Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει! Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε. Η φωνή του έτρεμε.

Δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, δεν άκουε τίποτα. Ο μαγνήτης ήταν εκεί και το δυστυχισμένο ψίχαλο, έτρεχε να κολλήση απάνω του. Άπλωσε η δούλα τα χέρια σαν σε δέηση, έπειτα χύθηκε όλη στο πιάνο, άρπαξε μια φωτογραφία, την κόλλησε βιαστικά στα χείλη της και χάθηκε από την σάλα. — Δόξα μου! τιμή μου! κορώνα μου. Η κυρία Μαχαλά απολιθώθηκε. Ούτε μιλιά έβγαλε ούτε κουνήθηκε. Σπασμός της ήρθε.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.

Το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε πίσω απ' το βουνό, το μεγάλο κάμπο, αποκρίθηκε: — Το χορτάρι που πατεί γίνεται κόκκινο απ' το αίμα των ποδαριών του μα περπατάει ακόμα. Ύστερα τον έχασε και το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε το μακρυνό κάμπο. Και είπανε όλα τα δένδρα μαζή και τα λουλούδια κ' οι κύκνοι: — Τι να γίνεται το δυστυχισμένο το βασιλόπουλο!...

Παρουσιαστήκανε πλήθος υποψήφιοι, που ολόκληρος στόλος δε θα μπορούσε να τους χωρέση. Ο Αγαθούλης θέλοντας να διαλέξη μεταξύ τους τον πιο ολοφάνερα δυστυχισμένο, ξεχώρισε καμιά εικοσαριά που φαινόντανε πιο κοινωνικοί και που όλοι αξιούσανε να προτιμηθούνε.

Σκληρός, ότι «μόνο μια μεγάλη οικονομική εξέλιξη θα ζωντανέψει το δυστυχισμένο τόπο», κοιτάζω να βρω τρόπο να κουνήσω τα κεφάλαια προς τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, για να φουντώσει η βιομηχανία και το εμπόριο. Αυτό θα αυγατίσει και τους προλετάριους, και τ ό τ ε, θα είναι πια καιρός να σηκωθούν και αυτοί για να γυρέψουν τύχη καλλίτερη. Θα πει ο κ.

Στο Τινταγκέλ, ο Βασιληάς την τιμάει και την υπηρετεί. Ζη μέσα στη χαρά. Βέβαια το κουδουνάκι του μαγεμένου σκυλλιού τάκαμε αυτά. Με ξεχνάει, και λίγο τη μέλει για της περασμένες χαρές και λύπες, λίγο την μέλει για το δυστυχισμένο που περιπλανιέται σ' αυτόν τον καταστραμμένο τόπο, Κ' εγώ λοιπόν δε θα ξεχάσω ποτέ κείνη που με ξεχνάει; Ποτέ δε θα βρω κάποια που να γιατρέψη τη λύπη μου