Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Αυγούστου 2024


Έβαλα μέσα την ομορφιά σου, έβαλα την ψυχή και τους λογισμούς σου, έβαλα τη ζωή σου, έβαλα και την αγάπη μας μέσα. Τότες είπα της βαρκούλας να τρέχη, να τρέχη στα αιώνια τα νερά. Έτσι θα γλυτώσης Εσύ κι από το Χάρο κι από τον Άδη. Όσο η θάλασσα δεν ξεραθή, θα φουσκώνη η βαρκούλα τα παννιά της· όσο ζήση αφτός ο λαός, θα ζήσης και συ. Και κοίταξε τι ωραία!

Ας μην οργώσουμε, ας πεθάνουμε μεις, ας πάμε κατά διαόλου μάννα, η γις τ' ανάσκελα είνε, μονάχα το παιδί μου, κυρ γιατρέ, να γλυτώσης, το παιδάκι μου, κυρ γιατρέ!... Και τα μάτια της κοκκίνησαν και δάκρια κυλούσαν στα χλωμά μάγουλά της. Ο άντρας της, στο πλάι της απόμεινε πάντα αμίλητος και πιο στενοχωρημένος.

Αν εγλύτωσες από το χιόνι, από εκείνο όμως που σε περιμένει δεν θα γλυτώσης! Και το εχάιδευε.

Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου.

Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε... Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ. — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου. Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του. — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά να πέσης θα γλυτώσης.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αλήθεια; εγώ στο κήρυγμα να εμμείνης, λέγω, και πλέον από σήμερα ούτ’ εγώ, ούτε τούτοι ταιριάζει ν’ απευθύνομε σ’ εσέ τον λόγον, που είσαι το ανόσιο μίασμα του τόπου! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέτοιαν απότολμην κατηγορία σ’ εμένα ρίχνεις και απ’ το θυμό μου θα γλυτώσης, λέγεις; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ήξευρα πως πικρή η αλήθεια που είπα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτά δεν σου τα δίδαξε η μαντεία βέβαια.

Σύρτε μετο Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω. Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε. Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε. Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.

Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις.

Αλήθεια θα ήτο να τρελλαίνεται κανείς! Και η Κυρά Ρήνη εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών, σκεπτομένη ταύτα ενώ το αίμα ανήρχετο πλημμυρίζον διά του τραχήλου εις το πρόσωπον, απειλούν να πηδήση άφθονον από των οφθαλμών. Εφ' όσον εσκέπτετο την αγνότητα του Γιάννου τοσούτον αι επιθυμίαι της ακράτητοι εξεγείροντο και ήθελε πάση θυσία να τον απολαύση. — Δεν θα μου γλυτώσης, εψιθύρισε.

Όμως κανένας δεν θα θυμάται εσέ βασιλέα της Θήβας, αν όλους μας ο όλεθρος μάς συνεπάρη κι ας σου ’λαχε απ’ τον θάνατον να μας γλυτώσης. Ανάστησε απ’ την συμφοράν την πόλιν, άναξ, όπως και τότε μάντευμα καλό στην πόλιν έδωκες, δώσε μια φοράν ακόμη. Κ’ έτσι αν είναι μεσ’ στον τόπο μας να βασιλεύης κάλλιο γεμάτη η πόλις μας να ’ναι απ’ ανθρώπους παρ’ αδειανή.

Λέξη Της Ημέρας

ετανύσθη

Άλλοι Ψάχνουν