United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Βασιληάς Μάρκος θαύμαζε τον αρπιστή που είχεν έλθει από τον τόπο του Λοοννουά, όπου άλλοτε ο Ριβαλάν είχεν οδηγήσει την Μπλανσεφλέρ. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Βασιληάς έμεινε πολλή ώρα αμίλητος. «Παιδί, είπε έπειτα, ευλογημένος νάναι ο δάσκαλος που σε δίδαξε, ευλογημένος και συ από το Θεό. Ο Θεός αγαπάει τους καλούς τραγουδιστές.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».

Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160 κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος ταις τόσαις οπ' ωργάνισετο σπίτι σου ανομίαις

Είδος Ορφικά και κάμποσο σκοτεινά· μα πάντα καλλίτερα φιλολογικά έργα από τα χριστιανικά στιχουργήματα. Είτανε φτερουγιάσματα φαντασίας κι όχι απλή κατάνυξη. Σπούδαξε ο Πρόκλος στην Αθήνα και δίδαξε εκεί μάλιστα. Την είδαμε την Αθήνα πολλές φορές στην ιστορία απάνω. Τα φιλολογικά της συστατικά δεν είτανε και να τα ζουλέψης.

Και έτσι, ο καθένας μεταχειρίστηκε τη γλώσσα που μιλούσε. Μ' αυτήν έγραψε, μ' αυτήν δίδαξε στο σκολειό, μ' αυτήν μίλησε στη Βουλή κτλ. κτλ. Και πέρασαν αιώνες. Και δούλεψαν και δουλεύουν, και έπλασαν και πλάθουν, και αφίνουν τη γλώσσα τους και τρέχει, και ζουν και βασιλεύουν. Και στους αιώνες αυτούς που πέρασαν, τι έκανε το έθνος το Ελληνικό;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αλήθεια; εγώ στο κήρυγμα να εμμείνης, λέγω, και πλέον από σήμερα ούτ’ εγώ, ούτε τούτοι ταιριάζει ν’ απευθύνομε σ’ εσέ τον λόγον, που είσαι το ανόσιο μίασμα του τόπου! ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέτοιαν απότολμην κατηγορία σ’ εμένα ρίχνεις και απ’ το θυμό μου θα γλυτώσης, λέγεις; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ήξευρα πως πικρή η αλήθεια που είπα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτά δεν σου τα δίδαξε η μαντεία βέβαια.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.

Κι όμως αυτά τα μάτια δε μ' αφίναν ήσυχο, βγαίνανε πάντα μπροστά στη φαντασία μου αστραφτερά και μελαγχολικά, κρύβοντας κατιτί λαχταριστό κι ευλαβητικό μαζί. Αν καθρεφτίσανε ποτέ δυο μάτια μια ψυχή, είταν τα δικά της μάτια. Όταν συλλογίζουμαι όλη τη ζωή, που έζησα με τη γυναίκα μου, βρίσκω πως σε όλα τα διαφορετικά της στάδια κανείς άλλος δε με δίδαξε όπως αυτή, να φυλάξω το θρησκευτικό αίστημα.

Καλά έκαμες να φύγης, αν το ζην είναι καλόν· αλλά θα ήτο προτιμότερον να έπιπτες υπό την οργήν μου, διότι ο θάνατος θα σε απήλλασσε πολλών άλλων. — Έρως. Ε! Επ' εμού φέρω τον χιτώνα του Νέσου. Δίδαξέ με την οργήν σου, ω πρόγονέ μου Αλκίδη, διά να πετάξω τον Λίχαν επί των κεράτων της σελήνης, και διά χειρών ομοίων προς εκείνας, αίτινες εκράτησαν το βαρύτερον ρόπαλον, να καταστρέψω εμαυτόν.

Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία, τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140 την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμάτο αίμα, και τον υιόν της δεν τολμάτα μάτια να κυττάξη, ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».