United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστησε χωριστά το τσαντήρι του κ' έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχοαν έχουν μυαλό και οι πεθαμένοι! Μόλις άρραξε το καΐκι στο νησίστη Σέρφο ας ειπούμε — ο ναύκληρος επήρε το μισοκοίλι κ' ετράβηξε στο χωριό για να μετρήση το σιτάρι. Ελιανοψιχάλιζε κάπως όταν εκίνησε, μα δεν εμποδίσθηκε. Πρωτοβρόχια, σου λέγει, θα περάση. Μόλις όμως έφτασε τον ανήφορο πιάνει μια δυνατή βροχή· νεροποντή σωστή!

Ποτέ σου δεν θα μάθης συ πόσο σ' αγάπησα. . . Σαν διψασμένη γης, νεροποντή, σε λαχτάρησα. . . Σαν φείδι στα σεντόνια μου στριβόμουνα ολόκληρες βραδυές και μαραινόμουνα ίδιος λωτός στον ήλιο. Τώχες νοιώσει δα και συ, γιατί σαν έβλεπες χρυσή βροχή να ρίχνουν η ματιές μου στο κορμί σου, αλλού εγύριζες την προσοχή σου.

Ο επί της πρώρας ακοίμητος φρουρός είχεν αντιληφθή εγκαίρως του σχασίματος των κυμάτων, άτινα εθραύοντο κατά της αποτόμου του φάρου άκρας εν παρατεταμένη νεροποντή και έδωσε σημείον, ο δε πλοίαρχος, ακροώμενος ως είπομεν, παρεδέχθη του φρουρού την αντίληψιν και διέταξε να χαλαρώσωσι τα χονδρόν σχοινίον, την μπουρίναν, την συγκρατούσαν τον παμμέγιστον τρίγκον, όπως «τα γυρίσωσι» τα ιστία προς την αντίθετον κλίσιν.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Μ' άξαφνα πέρα από τα βάθη τ' ουρανού, σκούρα συγνεφάκια άρχισαν να ξεμυτίζουν να προβάλλουν περισσότερο. Σε λίγο ο ήλιος αυτός κρύφτηκε στα σύγνεφα, μαύρες, μαύρες σκιές απλώθηκαν στην εξοχή. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Σε μισή ώρα η όμορφη εξοχή, οι κόποι και τα βάσανα των χωρικών η σταφίδα τους η πολυβασανισμένη, όλα, όλα χόρευαν μέσα στη νεροποντή τ' ουρανού.

Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν του, επανελάμβανε. — Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε με Θεό, λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο.

Δεν είχε μείνη τίποτε· η σταφίδα, όση δεν την πήρε η νεροποντή, είχε κολλήση, με το χώμα, είχε γίνη ντιπ λάσπη, αυτή που εδώ και λίγη ώρα άφινε στου ήλιου τις αχτίδες εκείνο το γλυκό μπλε χρώμα. Σε τέτοια καταστροφή, σε τέτοιο χαλασμό, ο πόνος μας τράνταξε βαθειά, βαθειά, όλους. Ω! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος!

Αν έχη να ρίξη αστροπελέκια σαν πρώτα, δεν ηξέρω που να κρυφθώ· κείνο το σύγνεφο πρέπει να πέση νεροποντή. — Τι έχουμ' εδώ; είν' άνθρωπος, ή ψάρι; ψόφιο, ή ζωντανό; ψάρι· βρωμάει σαν ψάρι· ένα ψάρι σπάνιο! μία παλιά και ψαρίστικη βρώμα!

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα. Κι όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτον κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.