United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του δίνω χαρούμενος τη μετάφραση, ρίχνει μια ματιά, δε μου την πετάει στο πρόσωπο, γιατί δεν τα συνηθίζουμε αφτά, μα μου πετάει τις φωνές, θυμωμένος· «Τη μετάφρασή σου, λέει, την έκαμες με το λεξικό. Δεν αξίζει!» — «Καλά, και πώς να την κάμω; Χωρίς λεξικό;» — «Έπρεπε να το συλλογιστής πρώτα λατινικά, ύστερα να το γράψης . Τότες, θα τόγραφες όπως πρέπει. Λεξικά εδώ δε χρειάζουνται

Να μπορής να γράφης κι αυτό το βράδι! μου είπε: Κ' είχε κάποια δόση πίκρας ο τόνος της, σα να ήθελε να πη πως εγώ δεν αιστανόμουνα όπως αυτή. Μετάνοιωσε όμως αμέσως, ακκούμπησε το κεφάλι της στο δικό μου κ' είπε: — Είσαι ευτυχισμένος που μπορείς να γράψης.

Και με το βάσανο να βρης τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήση να βρης και το τι θα πης. Α θελήσης να γράψης τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος, — ένα παραμυθάκι ας πούμε, — δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τάλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε διαβάζει, αν τύχη κ' είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κ' έτσι του μένει το τέταρτο.

Τι να σας πω; Τον άρπαξε το λόγο του ο νους μου, τον απορρούφηξε. Κατόπι, σαν άρχισα να γράφω ρωμαίικα, θυμήθηκα τον καλό μου τον καθηγητή. Αιώνια η μνήμη του! Για να γράψης μια γλώσσα, θέλει πρώτα, ο νους σου να συλλογέται κ' η ψυχή σου να γράφη, όχι τα λεξικά να ξεφυλλίζης. Οι μωζάικες είναι του δασκάλου. Ίσως όμως βρίσκει ο κ.

Όλο και ευγένεια. Τριάντα σόλδια για ένα κλύσμα! Το παρακάνεις, σου το είπα και άλλοτε. Σε άλλους λογαριασμούς μου το είχες βάλει μόνον είκοσι σόλδια· και είκοσι σόλδια, στη γλώσσα των φαρμακοποιών, σημαίνουν δέκα σόλδια. Ο κύριος Πυργγόν δεν σε διέταξε να γράψης τέσσερα φράγκα. Βάλε, βάλε τρία φράγκα, παρακαλώ. Είκοσι και τριάντα σόλδια. Χαίρω διότι είσαι λογικός.

Κάλλια, αντίς να της βρης όνομα, να της έβρισκες γιατρικό. Τόμους αλάκαιρους μας κατεβάζεις κι άμα είναι να γράψης γράμμα, η πέννα σου ξερή και το καλαμάρι σου γεμάτο άμμο. Έννοια σου, καλέ μου.

Μαζί σου θα θυμώσω; Και δε σε ξέρω; Πού προφταίνεις εσύ να μου γράψης; Πού σ' αφίνουν ησυχία; Είμαι βέβαιος που στην Πόλη και στην Αθήνα, μάλιστα στην Πόλη, όλα τα περιοδικά, όλες οι φημερίδες, όλα τα τυπογραφεία θα σου ζητούν κάτι να τους δώσης. Μη βλέπης που σε βρίζουν· είναι αλήθεια που σε βρίζουν, αδερφέ μου, μα σε διαβάζουν κιόλας.

Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα. Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός. — Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά.

Άλλως τε και το να ομιλής εκ του προχείρου και ταχέως δικαιολογεί και κρύπτει πολλά και θαυμάζεται υπό των πολλών, ώστε πρόσεξε να μη γράψης ποτέ και να μη προπαρασκευάζης τους λόγους σου, διότι τότε υπόκεινται εις έλεγχον ακριβή.

Μα, μπορεί να μας πούνε, αν καθήσης και γράψης ακέρια τη δημοτική, όπως η γραμματική της το θέλει, θα γράψης τεχνητή γλώσσα, και τότες τι καταλάβαμε; Αφτό, οι φίλοι μας μπορούνε να μας το πουν, όχι όμως οι δασκάλοι, γιατί δεν έχουνε και το δικαίωμα. Η γλώσσα τους είναι τεχνητή από το άλφα στο ωμέγα. Λοιπόν εμείς με τους φίλους μας συζητούμε· δε συζητούμε διόλου με τους δασκάλους.