United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου. — Αυτά; — Ούτε θα σου το έλεγα. — Αλλά τι θάκαμνες; — Θα εκύτταζα την δουλειά μου. — Μήπως τώρα; — Και δεν θα έβγαζα λόγον. — Αλλά; — Θα εσιωπούσα. — Ναι; — Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου. — Υπομονή. — Και θα έσφιγγα τα δόντια μου. — Ε, δα... — Τι; — Και θα το έκαμνες αυτό; — Βέβαια. — Στο Θεό σου; — Αλήθεια. — Αλλά... ξέχασα... — Τι; — Με συγχωρείς.

Εστοχάσθηκα να το πραγματεύσω διά να ημπορέσω να βγάλω τα έξοδά μου· αγόρασα μερικά μπάλσαμα, ζαχαρικά, και άλλα λιανώματα, και επήγαινα καθημερινώς εις ένα μεγάλον καφενέ, εις τον οποίον εσυνήθιζαν να πηγαίνουν πολλοί αυθεντάδες και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έλειψαν να αγοράζουν από τας πραγματείας μου, και να μου τας πληρώνουν καλά, και με τούτον τον τρόπον επόρευα και έβγαζα τα έξοδά μου.

Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς.

Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου. Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα πετεινόν. Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.

Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη 375 «Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα, γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία, την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο. Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων, μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται380 Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διο λόγια «Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη.

— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη.

Έπειτα άλλοτε ύφαινα και άλλοτε έγνεθα και με δυσκολία έβγαζα το ψωμί μας. Αλλά είχα εσένα και επερίμενα ότι μίαν ημέραν θα μου φέρης την ευτυχία. ΚΟΡ. Εννοείς την μναν; ΚΡΩΒ. Όχι, αλλ' ήλπιζα ότι άμα μεγαλώσης και εγώ θα ζήσω κοντά σου και συ θ' αποκτήσης πλούτη και στολίδια και υπηρέτριες. ΚΟΡ. Πώς θα γείνη αυτό, μαμά; Τι θέλεις να πης;

Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους! Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ, καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα.