United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Αθηναίοι όμως κ' οι Πειραιώτες, και να το θέλανε δεν μπορούσαν, επειδή ο Αρχέλαος καρτερούσε κλεισμένος μέσα στον Πειραιά, κι ο Αριστίωνας στην Αθήνα. Γένηκαν λοιπόν οι δυο αυτές πολιτείες θέατρο του πολέμου. Θεόρατες μηχανές κι ανάλογα υψώματα έκτισε ο Σύλλας αντίκρυ στα τειχίσματα του Πειραιά.

Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη, το βασιλιά όλοι κοίταξαν δειλά. «Να τους σκορπίσουν», είπε και σηκώθη και βγήκε· και οι αρχόντοι όλοι κοντά. Στον κήπο κάτω ανάδευε το αέρι μύριους κλώνους, χιλιάδες ευωδιές· η βάρκα καρτερούσε να τους φέρη σε πιο όμορφες αντίκρυ ακρογιαλιές.

Και φυλλομετρούσε τη στίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθή τάχα άλλη μια φορά. — Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει ο Θεός. Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο. Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.

Η μικρή της μπήκε ο Οξαποδώ μέσα της, τα υστερικά που τα λέτε εσείς οι γιατροί. Πάει και δαύτη. Κοντά σ' αυτέςθεός σχωρέσ' τιςπήγε άδικα και μιαν άλλη ψυχή. Εγώ την πήρα στο λαιμό μου. Εγώ ... ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαρτερούσε κι' αυτή η άμοιρη να παντρέψω τις αδερφάδες μου να τηνέ πάρω. Καρτέρεψε μια ζωή. Μαράζωσε κ' εκείνη και πάει. Αυτά που λες, εξοχώτατε.

Σιμά του εκεί ο πολύξερος Δυσσέας καρτερούσε, και δίπλα των Κεφαλληνιών το δυνατό φουσάτο. 330 Τι δεν τους άκουγε ο λαός ακόμα το γιουρούσι, μόνε των Τρώων κι' Αχαιών τα φοβερά τ΄ ασκέρια ότι άρχιζαν να ξεκινούν, κι' εκείνοι καρτερούσαν κάνα άλλο τάγμα Αχαιϊκό να δουν να προχωρήσει, να δώσει τράκο των οχτρών κι' ο πόλεμος ν' ανάψει. 335 Κι' άμα τους είδε ο βασιλιάς, ναν τους μαλώνει αρχίζει, και κράζοντος τους τούς λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Ω θεοπαίδι Μενεστιά, του Πετεού βλαστάρι, κι' εσύ ω απάτης μάστορη, παμπόνηρο κεφάλι, τι κρύβεστε κι' από μακριά τους άλλους καρτεράτε; 340 Έπρεπε εσείς να στέκεστε μες στη σειρά των πρώτων και με τους πρώτους τη φωτιά της μάχης ν' αντικρύστε.

Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση.