United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φτάνοντας εκεί τι βλέπει; Μια κίσσα, που βέλαζε σα βετούλι. Τότε ο Μαλώνης ήρθε στον εαυτό του από το θυμό του, θυμήθηκε το κακό που έκανε να σκοτώση τον αδερφό του, έκλαψε, χτυπήθηκε και στο τέλος από τη λύπη του έγεινε πουλλίαυτό που λέμε Γκιώνηκι’ από τότε όλο κλαίει και φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο αδερφό του: «Γκιων! Γκιων!

Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια, Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος, Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι, Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου. Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης, Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.

Η νύχτα προχωρούσε συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους, ή όξω στους δρόμους, κι' η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, κι' έπλεε σ' ευχισμένα παιδικά όνειρα, αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείση μάτι, και για να χαλινώση τον νου της και να τον γυρίση πίσω από την Ξενιτειά, που πλανιώνταν, σαν το έρημο πουλλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω στον καιρόν που είταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της και το μονάκριβο της το παιδί.

Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση.