United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θέλω ν' απαιτήσω από καλούς χριστιανούς να θάψουν τα σώματά τους στο πλάι ενός δυστυχισμένου. Αχ, ήθελα να με θάψετε στο δρόμο, ή σε έρημη κοιλάδα! Ο ιερεύς και ο Λευίτης θα αντιπαρήρχοντο μπρος από την πέτρα που θάδειχνε τον τάφο μου, και ο Σαμαρείτης θα έχυνε ένα δάκρυ. »Κύτταξε, Καρολίνα! Δεν φρικιώ πιάνοντας το ψυχρό τρομερό ποτήρι που θα πιω τη ζάλη του θανάτου!

Εκεί ένιωσα κατάβαθα πως ο κλήρος μας με τα περιώνυμα &φεουδαλικά του προνόμια&, στα οποία στηρίζουν όλα τους τα μεγάλα σχέδια οι &μεγαλοπράγμονες τουρκομερίτες πολιτικοί μας&, είναι ο &καλύτερος και φυσικώτερος σύμμαχος του φεουδάλου σουλτάνου&, μοιραζόμενος μαζί του αθόρυβα τα πλιάτσικα του δυστυχισμένου λαού, που τον βαστάν και οι δυο τους σε κτηνώδη κατάσταση.

Και όμωςένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, — Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! — 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χετου δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, — εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα.

Όταν θα διαβάσης αυτό το γράμμα αγαπημένη μου, ο κρύος τάφος θα σκεπάζη πια τα παγωμένα λείψανα του δυστυχισμένου ανήσυχου, που για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν έχει άλλη γλυκύτερη ενασχόληση παρά να μιλή μαζί σου. Επέρασε μια νύχτα τρομακτική, όμως, αλλοίμονο! μια νύκτα ευεργετική. Αυτή εστερέωσε, έκανε οριστική την απόφασή μου: Θέλω να πεθάνω.

Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς να μου δώσης δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της; εσύ χωρίς αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους της, που τώρα είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την εστερήθηκα, χωρίς να ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες που έκαμα. Όχι, όχι, του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην την ημέραν θέλεις την ιδεί.

Η φτώχεια βαρειά, βαρειά θάνε η φτώχεια, η δυστυχία μεγάλη φέτο, το ψωμί ακριβό... Κ' οι πικροί αυτοί λογισμοί βαραίνουν πολύ, το κεφάλι του δυστυχισμένου πατέρα. Γυρίζει και βλέπει τα μάτια της κόρης του βουρκωμένα, το πρόσωπό της χλωμό, μαραμένο. Δυστυχισμένο παιδί. Δε σκέφτεται τόρα άλλο τίποτε παρ' αυτή, αυτή μονάχα. Τι δυστυχία!

Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπημένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον.

Μερικά χαραχτηριστικά του μεταμορφωμένου προσώπου των του φανήκανε, πως μοιάζουνε λιγάκι με του Παγγλώσση και του δυστυχισμένου Ιησουίτη, αυτού του βαρώνου, του αδερφού της Κυνεγόνδης. Αυτή η σκέψη τον συγκίνησε και τον λύπησε. Τους παρατήρησε ακόμα πιο προσεχτικώτερα.

Φαντάζεσθε την απελπισία του δυστυχισμένου βοσκού! Είναι θανάσιμος η θλίψις του· του είναι αδύνατο να τη φαντασθή στην αγκαλιά ενός άλλου. Ο απελπισμένος έρως του τον κάνει να βρη τρόπο να πάη στο σπίτι της βοσκοπούλας, για να πεισθή αν τον αγαπά και για να του πη τι απόφασι πρέπει να πάρη.

Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν δεν με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον πόνον του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν ηξεύρει το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά τον χαμόν μου.