United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εγώ τότε με δάκρυ γεμάτο πόθον βλέπω προς τον ουρανό, και επιθυμώ να ηδύνατο εκείνη να έβλεπε προς στιγμήν πως κρατώ τον λόγον μου, που κατά την ώραν του θανάτου της έδωκα· να είμαι η μητέρα των παιδιών της, με πόσον αίσθημα αναφωνώ: Συγχώρησέ με σεβαστή μου, αν δεν είμαι γι' αυτά ό,τι συ ήσουν.

Όλα εκείνα τα ίχνη από του μικροτάτου, του ποντικού, μέχρι του μεγίστου, του βουβάλου, ήσαν γεμάτα νερού διαυγούς, ως το δάκρυ. Μακράν τριγύρω, ο ουρανός εφαίνετο εφαπτόμενος με την γην, όπερ απήλπιζε τα δυο παιδία, πιστεύοντα ότι και αυτός τα κατεδίωκε αποχωρίζων αυτά του λοιπού κόσμου.

Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.

Και δεν θα εννοήσης ακόμη, ούτε το δάκρυ της χαράς, ούτε το μειδίαμα της λύπης· ούτε την διαφοράν του στεναγμού της οδύνης από του στεναγμού της ηδονής.

Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· «Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 αν έφθασεν αληθινάτο σπίτι του, ως μου λέγεις, πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».

Πάρε δροσιά απ' τον Όλυμπο και δάκρυ από τον Πίνδο, Δαφνούλ' από τον Παρνασσό, πεύκο απ' τη Γκιώνα πάρε, Λουλούδια απ' τον Ταΰγετο, μυρτιαίς απ' την Πεντέλη, Πάρ' άγιο χώμ' απ' τη Γραβιά κι' από τον Μαραθώνα Κ' έλα να τα σκορπίσουμε 'ςτό νιόσκαφτό της μνήμα· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε. το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη, και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490 την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212

Έτσι είπε, και με το ραβδί την πλάτη και τους ώμους 265 του κοπανάει γερά, κι' αφτός τη ράχη ανασηκώνει και δάκρυ χύνει φλογερό. Και πρήξιμο στην πλάτη αίμα γιομάτο ανέβηκε απ' του ραβδιού το χτύπο. Και ζαρωμένος κάθησε, και νιώθοντας τον πόνο τούρηξε μίσους μια ματιά και σφούγγισε το δάκρυ.

Δεν θέλω ν' απαιτήσω από καλούς χριστιανούς να θάψουν τα σώματά τους στο πλάι ενός δυστυχισμένου. Αχ, ήθελα να με θάψετε στο δρόμο, ή σε έρημη κοιλάδα! Ο ιερεύς και ο Λευίτης θα αντιπαρήρχοντο μπρος από την πέτρα που θάδειχνε τον τάφο μου, και ο Σαμαρείτης θα έχυνε ένα δάκρυ. »Κύτταξε, Καρολίνα! Δεν φρικιώ πιάνοντας το ψυχρό τρομερό ποτήρι που θα πιω τη ζάλη του θανάτου!

Θα βαφτιστούμε πρώτατο αίμα, 'ς τα παθήματα και κοφτερά στουρνάριατο μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν. Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνη μαύρη χήρα Η γη μας η ταλαίπωρη και τα κοιλόρφανά της. Θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις, Και του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκόνη Του ξένου το άτιμο ψωμί, πώχει προζύμι πάντα Φαρμάκια, καταφρόνεσαις, περίγελα και δάκρυ.