United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα.

Κανένας δεν ήρθε να καθίση εκεί μέσα, ούτε κανένας περνάει σιμά του. Ο φιλόσοφος ήτανε κλεισμένος χρόνια και χρόνια μέσα στον πύργο του. Ζούσε ολομόναχος μέσα σε παλιά βιβλία, τριγυρισμένος από παράξενα εργαλεία, από μεγάλους χάρτες, φαρμάκια και νεκροκεφαλές. Ολόγυρα στους τοίχους ήτανε, κρεμασμένα μέσα σε παχειά σκόνη, σαύρες ξεραμένες, πουκάμισα φιδιών, ξερά βότανα και κάθε λογής μάγια.

Πρέπει κανείς, για τέτοια δουλειά, να διαβάση το βιβλίο που θα τυπώση σε λίγο ο σοφός μου φίλος και δάσκαλος Α. Darmester . Εκεί θα βρη τον καλήτερο οδηγό και δεν είναι ανάγκη να σας πω όσα θα σας πουν άλλοι με πολύ πιώτερη γνώση. Από τη γλώσσα κι από τις λέξες βλέπει κανείς αν ένας λαός έχει φαντασία και ποίηση ή όχι. Ο λαός δεν αγαπά να λέη ξερά τα πράματα κ' η γλώσσα του είναι γεμάτη εικόνες.

Κ' οι χριστιανοί έτρεξαν και σύναξαν απ' όλα τα σπίτια φορέματα και θροφή και τους συμπονέθηκαν &1878, Μαϊού 5&. Έπεσε στα γεννήματα ακρίδα. Τόση πολλή που όντας πετούσε σκοτάδιαζε τον ήλιο. Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. &1878, Οχτώμβρη 30&. Μεγάλη ξέρα. Πείνα τρομερή στα χωριά.

Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης. — Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ! — Αυτός ο ψιλικατζής!... Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο. — Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε... Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι. Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε.

Και όταν μιλούσε για τη Ζωή, οι πιο δυστυχισμένοι λαχταρούσαν να ζήσουν, κι' όταν μιλούσε για το Θάνατο, οι πιο ευτυχισμένοι τον αποζητούσαν, κι' όταν μιλούσε για την Αγάπη, τα ξερά κλαδιά πετούσανε νέα φύτρα . . . Αυτά έλεγε ο χωριανός. Και ύστερα είπε ακόμα, με τα δάκρυα στα μάτια, τη δική του τη συμφορά και την αμαρτία του. Σαν έτυχε στην ξένη πολιτεία, πήγε κι' αυτός να ιδή τον ωραίο Προφήτη.

Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης. — Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου. Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.

Κάτι βάτα, ακόμα ξερά, μ’ αγκύλες, ήταν ολόγυρα πηχτοφυτρωμένα κ’ έτσι δε φαινόταν τίποτ’ απ’ τον κόσμο κι ούτε καν ο ουρανός απ’αυτό το λουλουδιασμένο αλωνάκι, πούμοιαζε κούνια ή κρεββάτι νυφικό κάτω απ’ τον άσπρο Θόλο πούκαναν τα ολάνθιστα κλαριά.

Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. 1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. 1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα.

Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα.