United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκατό φορές τις είχε ακούσει τις ίδιες κουβέντες. «Σαν ξεκουτιάνη ο άνθρωπος όλο και τα παληά του αναθυμάται». Είχε δίκηο η μάννα της που του τώλεγε. Μα η Ουρανίτσα δεν πολυπρόσεχε κι' όλα στα λόγια του. Ο νους της ταξίδευε. Η νοτιά είχε δαιμονιστή. Το σπίτι κουνιότανε συθέμελο.. Από καιρό σε καιρό καθώς έσπαζε το κύμα στο μώλο, τα νερά χτυπούσαν τα ντζάμια σα χαλάζι.

Ύστερα θα γυρίσω στον Περαία. Από κει μπαίνεις στο βαπόρι και ξαναγυρίζεις. Ένα μήνα, ενάμισυ βία. — Ας το δοκιμάσωμε κι' αυτό, είπε η παπαδιά. Το ταξίδι αποφασίσθηκε. Η παπαδιά ετοίμασε τον καλό της, τούφκιαξε τα ρούχα του, του ζύμωσε και παξιμαδάκια με τη ζάχαρι για το ταξίδι, σαν το παληό καιρό. — Ποιος θα μου τώλεγε; είπε. Ύστερα από τόσα χρόνια, να γυρίσω πάλι στα ίδια.

Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης. — Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ! — Αυτός ο ψιλικατζής!... Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο. — Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε... Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι. Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε.

Ποιος να σου τώλεγε πως θα σε κόψη Το χέρι πώμαθες να πολεμά;» »Ξύπν' Αστραπόγιαννε, και κύτταξέ με Φάγε μ' εμένανε λίγο ψωμί. Φόρεσε τάρματα, χαιρέτησέ με Ξύπνα, ζωντάνεψε κ' ήρθ' η αυγή.» »Εσύ επρωτόδινες ψηλάτο βράχο Το καλημέρισματον αητό, συ πρώτος έδειχνεςεμέ, 'ς το Ζάχο Το γλυκοχάραμματον ουρανό

Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του· μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της. Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου; — Δε θα μας 'πής, τι σώπασες; μαν είδες κάνα λύκο; της είπε κάποιος παίζοντας. — Το βρήκες, τούπ' εκείνη· κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της λύχνο μπορούσες ν' άναβες.

Και καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε πάλι! Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της: — Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη.

Μας ρίχνει τον ίσκιο του το καλοκαίρι· μας χαρίζει δροσιά. Εγώ στον ίσκιο του κάνω όλες μου τις δουλειές. — Ας τονε, τώλεγε κι' ο αδερφός του· έχει και τούτος την ιστορία του· εδώ αναπαύτηκαν οι παππούδες μας σα γύριζαν απ' τη δουλειά του Χαγάνου· στα κλαριά του κρεμάστηκαν πολλοί δικοί μας· άλλοι τον πότισαν με το αίμα τους, άλλοι τον έθρεψαν με τα δάκρυά τους.

Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε: — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.

Κ' εγώ πότε έκλαιγα, πότε θύμωνα και πετούσα πέτρες κιό,τι πρόχειρο εύρισκα. Το χειρότερο είνε πως κιαυτό το Βαγγελιό, χωρίς να προσέχη στο κακό που μούκανε, έλαβε μέρος σ' αυτό το παιγνίδι κεύρισκε αφορμές να μου λέη: — Τότε δε σ' αγαπώ, θα πάρω το Γιαννάκο. Αν μπορούσα να ψυχολογήσω, θα μ' ανησυχούσε τόνομα ταντίζηλού μου, όπως τώλεγε.

Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν.