United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήριά τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γένηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουν ε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!

Τότες οι πολεμόχαροι Αργίτες μες στο κάστρο τους Τρώες πίσω θάκλειναν τρομοκυριεμένους, ανίσως κι' ο λεβέντης γιος του βασιλιά Πριάμου, 75 ο Έλενος, ο πιο βαθύς απ' τους προφήτες όλους, δεν πάγαινε στον Έχτορα να πει και στον Αινεία «Αινεία κι' Έχτορα, επειδής σ' εσάς απάνω στέκει απ' όλους πιο πολύ η δουλιά, και Τρώες και Λυκιώτες, σαν που σε κάθε ανάγκη μας, θες συντυχιά θες μάχη, είστε ολονών αξιότεροι, σταθείτε αφτού κι' ολούθες 80 τρέξτε, και το λαό μπροστά στις πόρτες σταματήστε, πριν πάλι φύγουν και χωθούν στων γυναικών τους κόρφους και καταντήσουμε όλοι μας ρεζίλι των οχτρών μας.

Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης! Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος.

Άλλος άνθρωπος αν είτανε, θάλιωνε ίσως από ντροπή, να το βλέπη μονάχα το σημάδι εκείνο της δόξας ύστερ' από τέτοιο ρεζίλι. Μα ο Νέρωνας, όχι άνθρωπος, μήτε τύραννος δεν είταν κοινός. Είταν η ψυχή του χυμένη από μπρούντζο. Κι άμα βγήκε η απόφαση και στεφανώθηκε, ανέβηκε κάπου και στάθηκε να τον καμαρώσουν κι αυτόν και τη δυνατή του φωνή, επειδή ο ίδιος έκαμνε και τον κράχτη της νίκης του.

Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «ΕπτάλοφοςΣαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγεινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακορριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή τηςαυτό τ' αγέρι που μας χαδεύειέχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη νάχη τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχη εδώ!

Ηρθε κ' η θεια Ελέγκω και του μίλησε του Νίκου στα σοβαρά, γιατί δε βαστιόταν πια το πράμα απ’ τα λόγια του κόσμου: Μια που θα το κάμης, παιδί μου-γιατ' είσαι τίμιος άντρας, αυτό δα το ξέρο-κάμε το ! πριν να πάρη δρόμο. . και γίνη ρεζίλι το κορίτσι. . . Είχε βαρεθή σταλήθεια κι ο Νίκος τις ατέλειωτες κουσκουσουριές που του χαλνούσαν την υπόληψη στη γειτονιά και των φίλων του τα αιώνια πειράγματα κι αστεία. . και ταποφάσισε.