Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουλίου 2025
Αληθές είνε, ότι υπέφερα πολύ όταν την έβλεπα να τρίβη τους γυμνούς ώμους της εις τας χρυσάς επωμίδας ναυτικού, ή ν' αποσύρεται εις μίαν γωνίαν και επί πολλήν ώραν να κρυφομιλή όπισθεν του ριπιδίου της, και ακόμη περισσότερον όταν ευθύς μετά την επιστροφήν μας μου έλεγε «Καλήν νύκτα». Αλλ' η πείρα με είχε διδάξη να εξετάζω τα πράγματα και υπό τας δύο επόψεις.
Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν, διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος.
Πόσα νομίζετε ότι υπέφερα, πόσον εκοπίασα να είμαι διηνεκώς πλησίον του, να τον υπηρετώ, να παρακολουθώ το νόσημά του; και άλλοτε μεν υπεχώρουν εις την ορμήν του πάθους, άλλοτε δε οσάκις ολίγον το νόσημα ενέδιδε, εφήρμοζα κατ' αυτού τα υποδεικνυόμενα υπό της επιστήμης μέσα.
Εγώ δε εκυβέρνησα με δικαιοσύνην την πατρίδα μου, και όταν μ' εκάλεσε, διότι οι εχθροί κατέπλευσαν με στόλον μέγαν εις την Αφρικήν, ευθύς υπήκουσα και ως απλούς πολίτης προσεφέρθην εις την υπεράσπισίν της• και όταν κατεδικάσθην αγογγύστως υπέφερα την καταδίκην.
Εκείνος όμως απήντησε υβρίζων εμέ διότι εσκότωσα την μητέρα μου και τας Ερινύας. Εγώ ταπεινωμένος από τας δυστυχίας της οικογενείας μου, υπέφερα, ναι υπέφερα, αλλά ηνέχθην την συμφοράν μου και βιασθείς να στερηθώ σε, έφυγα. Τώρα όμως που ήλλαξεν η τύχη σου και εις την δυστυχίαν σου δεν ξεύρεις τι να κάμης, θα σε απομακρύνω απ' εδώ, και θα σε δώσω εις τα χέρια του πατέρα σου.
ΦΙΛ. Άκουσε λοιπόν, ω Ζευ, και θα ίδης πόσα υπέφερα από κάτι ανθρώπους βδελυρούς, ως επί το πολύ δούλους και εργάτας, οι οποίοι δεν είχον καμμίαν σχέσιν προς εμέ από της παιδικής των ηλικίας, διότι τους ημπόδιζον αι ασχολίαι των.
Μύρια σχέδια και φαντασίαι εκινούντο ζωηρά στην ψυχή μου· επί τέλους έμεινε στερεά και ολόκληρη η τελευταία, η μόνη σκέψις: «Θέλω να πεθάνω! . . . » Εκοιμήθηκα και αυτό το πρωί· όταν σηκώθηκα ήσυχος, την βρίσκω πάντα στερεά, ολόκληρη και δυνατή: «θέλω να πεθάνω!, . . » Δεν είναι αυτό απελπισία, είναι η βεβαιότης υπέφερα ό,τι μπορούσα να υποφέρω και ότι θυσιάζομαι για σένα.
Όταν είδε ποιος είμαι, και τι βάσανα υπέφερα και λύπαις, 'ς την αγκαλιάν μου χύνεται και ταις φωναίς αρχίζει, ωσάν να θέλη με φωναίς τους ουρανούς ν' ανοίξη, και πέφτει 'ς τον πατέρα μου επάνω, και μου λέγει τα όσα εδοκίμασεν ο Ληρ, κι' αυτός μαζί του, οπού δεν ήκουσεν αυτί ακόμη τέτοια πάθη! Και όσον μου τα έλεγε τον έσφιγγε η λύπη και της ζωής του αι χορδαίς επήγαιναν να σπάσουν.
Δεν τα είδα, και δεν θέλω να γράφω ειμή μόνον όσα είδα και υπέφερα. Πολλοί εν τούτοις, από των πρώτων ημερών, ήρχισαν κρυφίως να φεύγωσι. Ανά πάσαν σχεδόν ημέραν εμανθάνομεν ότι εγένετο άφαντος εκ των γνωστών μας τις. Τι έπαθε! Μη τον εφόνευσαν ; Μη κρύπτεται φοβηθείς ; Εγίνετο επί τέλους γνωστή η φυγή του.
Ησθανόμην ότι εις πλείστα μέρη είχε φαγωθή ήδη· με υπεράνθρωπον σταθερότητα έμεινα &ακίνητος&. Αι προβλέψεις μου δεν με ηπάτησαν· δεν υπέφερα ανωφελώς. Ησθάνθην τέλος ότι είχα ελευθερωθή, ότι το σχοινί εκρέμετο εις τεμάχια κατά μήκος του σώματός μου. Αλλ' ήδη το εκκρεμές έψαυε το στήθος μου. Είχε κόψει την λινάτσαν του φορέματός μου. Επέρασε το κάτωθεν αυτής λινόν ύφασμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν