United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μερικοί φίλοι του ναύτη, ναύτες κι' αυτοί δουλευταράδες, σε μέρη μακρυνά του είχανε δώση να φέρη στα σπίτια τους χρήματα, ποιός δέκα τάλλαρα, ποιός είκοσι· τον γνώριζαν κι' από άλλη φορά και ήταν ήσυχοι. Ήταν ναύτης σε καράβι φράγκικο, και για την τύχη του, κάπου εναυάγησε κ' εγλύτωσε με την ψυχή στο στόμα· χρήματα, δικά του και ξένα, έμειναν στης αχόρταγης θάλασσας το βάθος το ανήλιο.

Εκείνη ήνοιξε την ποδιάν της και ο Αντωνέλλος έχυσε μέσα όλα τα τάλληρα του μανδηλιού του. — Να τα κάμης ό,τι θες· επρόσθεσε. Ο γαμβρός του εδόθη εις γέλωτα θορυβώδη. — Γέλα όσο θες, είπεν ο Αντωνέλλος· έχεις ακόμα να μου δίνης εκατό τόσα τάλλαρα, εκείνη τη παλαιά διαφορά! — Καλά, καλά, είπεν ο καπετάν Γιάννης, μη παύων να γελά.

Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου. — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.

Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του. — Μα κ' εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ . . . Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του. — Είνε δίκηο να τα κρατήσω . . . εσένα όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα. Ήνοιξε το κατάστιχον. Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με γην αγαθήν.

Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε· Και δεν είνε μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είνε δέκα Να είχα δέκα τάλλαρα εγώ, παντρευόμουνα. Είτα εξηκολούθησε·Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα, κ' έχεις και κείνα τα ορφανά.

Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν, ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν! — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερατην 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη! — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος. — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . . — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις!

Εννηά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται . . . Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων. — Κάνει να σου δίνω . . . ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης. Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.

Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα! Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε. — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος. — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου. — Έτσι γεια σου! Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν. — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.

Κι όταν ο γούμενος έβγαλε κ' έδειξ' εκεί μπροστά ασημένιες μονέδες και στολίδια μαλαματένια που ξέθαφτε κάποτε από τα μνήματα των χαλασμάτων π' άνοιγε τακτικά, σαν το θεριό των λόγγων της Αραπιάς, είδα τους καϋμένους χωριάτες να βγάζουν από τες λερωμένες κι αχαμνές σακκούλες τους μετζίτια ολάκερ' ασημένια και τάλλαρα και να τ' αλλάζουν με τα παλιά κείνα λείψανα, μόνο και μόνο για να τα κρεμάσουν σα γκόλφι και φυλαχτό μαζύ με τους σταυρούς και τα κωνσταντινάτα απάνω στα φέσια και στα χαϊμαλιά των μικρών παιδιών τους.