United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιούτον και εις σε υπόσχομαι βίον, Ιωάννα• αμιγείς πόνου ηδονάς αντί των αμφιβόλων του κόσμου απολαύσεων, ανεξαρτησίαν αντί δουλείας, ράβδον ηγουμένης αντί ηλακάτης και τον Ιησούν αντί θνητού συζύγου. Ήκουσας την Ίδαν συνηγορούσαν υπέρ του γάμου, ήκουσας και εμέ υπέρ του μοναστηρίου, μεταξύ αυτής και εμού έκλεξον ήδη Ιωάννα.»»

Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη. — Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου; — Στα καλά μου; — Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη; — Άλλη ηγουμένη; — Βέβαια. — Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη. — Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα. — Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη. — Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα. — Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη.

Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε. — Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη. — Πώς ό,τι θέλω; — Πε της ότι δεν με ηύρες. — Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται; — Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη. — Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του; — Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη. — Και τότε; — Τότε; — Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα. — Ας σου πη.

Ετέρα εφαίνετο τείνουσα τας χείρας εις ράβδον Ηγουμένης και άλλη ανοίγουσα τας αγκάλας εις τον ουράνιον αυτής μνηστήρα. Αι πλείσται όμως εκοιμώντο ησύχως και κοσμίως ως οι Φαραώ εντός της μεγάλης πυραμίδος, τινές δε μάλιστα και έρρενχον, αλλ’ αύται ήσαν γραίαι ονειρευόμεναι την μακαριότητα του παραδείσου.

Ήτο γνωστόν μόνον ότι η εν λόγω νέα είχεν έλθει διά νυκτός, αλλ' ουδεμία των μοναχών είξευρεν ούτε τις την έφερεν ούτε διατί ήλθε. Περιέμενον την επιούσαν και την μεθεπομένην, ελπίζουσαι να την ίδωσιν εξερχομένην του κελλίου, όπου είχε κλεισθή τη διαταγή της ηγουμένης. Αλλ' η προσδοκία αύτη υπήρξε ματαία. Ουδεμία των καλογραιών ηξιώθη να ίδη το πρόσωπόν της.

Ήλπισεν ότι την φοράν ταύτην θα ετύγχανεν η μοναχή ευκαιρίας όπως τη διηγηθή την ιστορίαν εκείνην, ην είχε διακόψει την προλαβούσαν νύκτα η απότομος της ηγουμένης είσοδος. Αλλ' ότε η θύρα ηνοίχθη, εξεπλάγη η Αϊμά. Η εισελθούσα δεν ήτο η αδελφή Σιξτίνα. Ήτο γραία τις μοναχή, ην πρώτην φοράν έβλεπεν η έγκλειστος. Εχαιρέτισε την Αϊμάν και εκάθισεν.

Και πως θέλω διάβασμα. — Ας θέλης, είπεν η Βεάτη εξακολουθούσα να μειδιά προσηνώς. — Αλλά τότε ο αββάς Βικέντιος Δεκρόττας.... — Ποίος Βικέντιος Δεκρόττας; — Ο ιερεύς μας. — Την ευχή του, είπεν η Βεάτη. — Θα γυρεύη ν' ανοίξη την Σύνοψιν. — Ας την ανοίξη. — Και να με διαβάση. — Ας σε διαβάση. — Αλλά τούτο δεν θα με γλυτώση από την κατάραν της ηγουμένης, είπε μετά τρόμου η Κλάρα.

Τέλος εβούτηξαν όλαι εν σώματι, και ανελθούσαι εις το κύμα, ήρχισαν να πλέωσι κανονικώς, ως μικρός στολίσκος τελείως ωργανισμένος, ηγουμένης μιας, είτα δευτέρων ερχομένων δύο, και ακολουθουσών των λοιπών δέκα ή δώδεκα, δύο μόνον ουραγών επομένων.

Ήτο αφηρημένη όλην την ημέραν. Αι μοναχαί παρεπονούντο ότι το παρατεθέν αυταίς γεύμα ήτο άβραστον και ανάλατον. Η αδελφή Κλάρα, μία των φρονιμοτέρων καλογραιών, ελθούσα όπως τη μεταβιβάση παραγγελίαν τινά της ηγουμένης, ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος. Η Βεάτη δεν είχε την δύναμιν ν' ακούση, ουδέ να εννοήση τι. — Λοιπόν τι να της είπω; ηρώτησεν η αδελφή Κλάρα. — Ποίας; είπεν αλλόφρων η Βεάτη.