Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Τώρα πλέον δεν ημπορείς να με γελάσης. Αλλά εκεί όπου επέστρεφεν, εις έν μέρος όπου οι δρόμοι εσταύρωναν, απαντά τον μικρόν Κλώσον με τα πρόβατα. — Τι είναι τούτο! φωνάζει ο μεγάλος Κλώσος. Δεν σε έπνιξα προ ολίγου; — Ναι, απεκρίθη ο άλλος, με έρριψες εις τον ποταμόν. — Και πού ηύρες αυτά τα ζώα; — Αυτά είναι ζώα του νερού, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Να σου είπω πώς τα ηύρα.
— Από τον θάνατον. — Δεν σημαίνει, αφού απέθανε. — Και ήλπιζα να την εύρω ζωντανήν, είπεν ο γέρων. Κρίμα, κρίμα! — Και δύναμαι να σ' ερωτήσω εις ποίαν περίστασιν την είχες σώσει; ηρώτησεν ο Πλήθων. — Γνωρίζεις αυτό; είπεν ο γέρων. Και τω έδειξεν αργυρούν εγκόλπιον, φέρον εγκεχαραγμένην διά κεφαλαίων την λέξιν: ΠΛΗΘΩΝ! — Το γνωρίζω, είπεν ο φιλόσοφος, αλλά πού το ηύρες;
Εξάδελφέ μου, σοβαρά, λατρεύω μιαν γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αφού δι’ έρωτα λαλείς, έως εκεί μαντεύω. ΡΩΜΑΙΟΣ Περίφημα επέτυχες. Κ' είναι καλή κι’ ωραία! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και θα την ηύρες βέβαια ωραία 'ς το σημάδι. ΡΩΜΑΙΟΣ Όχι· την έσφαλες εδώ. Του Έρωτος τα βέλη δεν την τρυπούν εις την ψυχήν είν' Άρτεμις εκείνη.
Ενόσω ζω, εις δισταγμούς ο νους μου δεν θα πέση, ούτε 'ς το στήθος μου ποτέ ο φόβος θα χωρέση! Να σε μαυρίσ' η Κόλασις, κιτρινιασμένε δούλε! Αυτήν σου την κατάφοβην την όψιν πού την ηύρες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δέκα χιλιάδες έρχονται... ΜΑΚΒΕΘ Τι; Χήνες; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Στρατιώται. ΜΑΚΒΕΘ Φύγε απ' εδώ και πήγαινε τα μούτρα σου να τρίψης να κοκκινίσ' η όψις σου, χολοπερεχυμένε!
Ώστε θα σου ήρεσεν αυτή η ζωή. Θα σου άρεσε να μοιράζης την αγάπη σου σε πολλές γυναίκες;... Κ ώ σ τ α ς. Δηλαδή όπως εσύ ηύρες σοφά τα λόγια της, έτσι κ' εγώ Μ α ρ ί α. Μα ο νόμος τους είναι σοφός, όχι γιατί δίδει στους άνδρες των πολλές γυναίκες, αλλά γιατί προβλέπει για το μέλλον της φυλής. Εκεί νόθα παιδιά και δυστυχισμένα γεροντοκόριτσα και ζωή χωρίς αγάπη και χωρίς χαρά δεν υπάρχει.
— Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.
Ευτυχώς ουδ' εκείνος εκρατήθη επί πολύ, αλλ' εισχωρήσας εις εργαστήριον αρχαίου γνωρίμου του απηύθυνεν, άνευ προοιμίου εξηγούντος την παρουσίαν μας, την αυτήν εκείνην ερώτησιν, ήτις μου ήρχετο εις τα χείλη. ― Ηύρες την ώραν να επιστρέψης, φίλε μου. Εδώ είναι κόσμου χαλασμός. Αύται ήσαν αι πρώται του εμπόρου λέξεις.
Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• «Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι 375 έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν