United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.

Αλλ' ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε: — Δάσκαλε, αι δάσκαλε! Είντα κάθεσ' ατουδά κιο Χόντζας πήε πλεια πάνω με τα Τουρκάκια; Είνε στον Άη Γιάννη. Τα ψαλιδωτά γένια, ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε!». — Πάρετε πέτρες!

Μήτε κι' αν δέκα κι' είκοσι φορές μου δώκει τόσα, όσα έχει τώρα, κι' απ' αλλού αν ήθε λάβει ακόμα, 380 μήτε όσα στον Ορχομενό, κι' όσα στη Θήβα μπαίνουν του Μισιριού όπου βρίσκεται πιο απ' όλους βιος στον κόσμοκι' αφτή είναι ως εκατόπορτη, κι' όξω από κάθε πόρτα διακόσοι βγαίνουν μ' άλογα κι' αμάξια μαχητάδεςμηδέ κι' αν τόσα μούδινε όσα τα φύλλα ή τα άνθια, 385 μήτε έτσι δε μου πείθει πια τη γνώμη, δε μ' αλλάζει, ως που όλη την καρδόπνιγη βρισιά να μου ξεράσει.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κ' είτανε στράτεμα και κατέβαινε. Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάση και νακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο Καπελιό για τανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο πελώριο, Γολιάθ σωστόν και αυτός, μικρός Δαυίδ γυρεύει να παλαίψη μαζί του, να τον καταβάλη, έχοντας πεποίθησι στο πείσμα που τον κάνει εφτάψυχον. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου, σαν καρπούζι. Τον βρίζει· και καταλαβαίνει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή και να τον πνίγη.