United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.

Είναι η κόρη μου μικρή, και εις τον κόσμον ξένη· ακόμη δεκατέσσαρα τα χρόνια της δεν είναι · δυο καλοκαίρια πρόσμεινε να μαρανθούν ακόμη, και τότε είναι ώριμη, και νύμφην την μετρούμεν. ΠΑΡΗΣ Μητέρες είναι ζηλευταί νεώτεραί της άλλαι. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Και πάρωρα 'μαράθηκαν απ' την πολλήν την βίαν..,. Η μαύρη γη μου έφαγε τας άλλας μου ελπίδας. Αυτή μου μένει μοναχή, παρηγοριά κ' ελπίς μου.

Έλεγε ένα ναυτικό τραγούδι, που το είχε μάθει από τα παιδιά στο νησί. Τραγουδεί λαρά, τραλαλαρά, λαρά και θωρεί το μνήμα του στη θάλασσα βαθιά. Μας είδε άξαφνα, σώπασε κ' είπε πως δε θέλει να τραγουδή, όταν τον ακούει ο μπαμπάς. Παρατήρησα πως στο βιβλίο αυτό μιλώ σχεδόν μονάχα πώς περνούσαμε τα καλοκαίρια μας. Ο λόγος είναι μόνο γιατί το καλοκαίρι είχαμε ζωηρότερο το αίστημα πως ζούμε.

Αλλά, όταν ξαναγύρισε η καλοκαιρία, έστησαν κάτω από τα μεγάλα δέντρα την καλύβα με τα πρασινισμένα φύλλα. Ο Τριστάνος ήξερε από παιδί να κάνη τη φωνή των πουλιών του δάσους. Μπορούσε να κάνη το αηδόνι, το μελισσοφάγο, το φλώρο, κι' όλο το βασίλειο των πουλιών!..

'Μετρούσε εις την μάχη της τριάντα καλοκαίρια, κι' ακόμη δεν εξέμαθε τα πρώτα της παιχνίδια· ωσάν το χιόνι άσπριζαν τα παχουλά της χέρια. αν και συχνάμε το pardonεμύριζαν κρομμύδια, Κι' ήτον ο έρως μου απλούς, αθώος, παιδικός· ένα και μόνο φίλημα 'στο εύοσμο της χέρι, και τίποτ' άλλο . . . ήμουνα πολύ Πλατωνικός. . . και μήπως ηδονής σπασμούς κι' ένα φιλί δεν φέρη;

Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν.

Όταν το γλυκοχάραμμα στα κορφοβούνια φέγγει, Που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα Και πάει στη βρύση γιο νερό, τέτοια τραγούδια λέγει. Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες Θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια Με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν

Ενόμιζε κανείς ότι όλος ο κόσμος την στιγμήν εκείνην θα χαλούσε. Ύστερα δε από λίγο μία θαυμαστή καλοκαιρία απλώθηκε, που έμεινεν ως τώρα.

Να μη φοβάσαι· δεν αήκουσες εχτές τα λοιδόρια, πώς έκαναν στη Λάκκα; άμα λαλούν τα λοιδόρια, να ξέρης πως θάχουμε καλοκαιριά. — Και τη συγνεφιά! δε θυμάσαι; ως τα προχτές είχαμε να ιδούμε του ηλιού την όψι. — Έι. . . κι' αυτό φοβάσαι; ωχ, ζάβαλη κουμπάρα! τόσα χρόνια πας κι' ακόμα να τα μάθης!. . . άκου το από 'μένα: η συγνεφιά εκείνη ήταν φουσκοδεντριές. Είχε μέγα δίκαιον η γρηά Σμαράγδω.