United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αμπτούλ ευθύς έμεινεν εκστατικός εις την μεταβολήν της, και άρχισε να την ερωτά με γλυκά λόγια τι της συνέβη έτσι έξαφνα, και τι είνε η αιτία αυτής της μεταβολής; Κύριε, απεκρίθη η βεζυροπούλα, η αιτία της μεταβολής μου είνε πολλά μεγάλη· και άκουσον να σου την διηγηθώ· επειδή και αποφάσισα να λύσω την σιωπήν, και να σου φανερώσω τον δόλον.

Ήμουν πρόθυμος να κάμω κάθε θυσία για να της εμποδίσω κάθε δυστυχία. Και πόσον θα ήθελα να πάω να την παρηγορήσω. Ας ήτο μεγάλη· η αγάπη μου θάταν πάντα η ίδια. Αλλά πώς να της πω τέτοια πράμματα, που, και μόνο να τα σκέπτωμαι, ντρεπόμουνα και μου φαίνοντανε τεράστια; Η μέρα που θάφευγα για την πόλη πλησίαζε κήμουν περίλυπος.

Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· κ' ευθύςτο πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδιεκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 «Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, 'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; 'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθήςτον δρόμο».

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριέ μου, τούτο να μάθω επιθυμούσα. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυτού, καλέ μου, είν' όλο μου το σχέδιο, μηχανή, πιστεύω, μεγάλη· και ιδού πώς.

Αλλά προηγουμένως ενόμισαν καλόν να αποπειραθούν, αν ηδύναντο, δι' ευνοϊκού ανέμου, να πυρπολήσουν την πόλιν, η οποία δεν ήτο μεγάλη· διότι πάσαν ιδέαν επενόουν πώς να κυριεύσουν αυτήν άνευ δαπάνης και τακτικής πολιορκίας.

Δε γίνεται να κοπή η σειρά· ένα έθνος, που είχε μια φιλολογία σαν την αρχαία τη δική μας, θα βγάλη πάλε καμιά φιλολογία μεγάλη· θα ξανακάμη αριστουργήματα καινούρια. Για ναξίζη όμως τους αρχαίους, για να μοιάζη με κείνους, δεν πρέπει να τους μιμηθή, αφού στα χρόνια τους δε μιμήθηκαν κανένα.

Μεταξύ αυτών παρετήρησεν ο ιερεύς νεανίδα τυφλήν, πτωχικώς ενδεδυμένην, οδηγηθείσαν πλησίον του, και προσφέρουσαν ποσόν ανώτερον παντός άλλου. — Όχι, κόρη μου, τη είπεν ο ιερεύς, είσαι πτωχή και αόμματος· η προσφορά σου είναι μεγάλη· δεν δέχομαι παρά το ήμισυ αυτής. — Είναι αληθές, πάτερ, απήντησεν η νεάνις, είμαι τυφλή εκ γενετής, αλλά πτωχή τώρα δεν είμαι.

Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι· κωλώνει και μια πέτρα αρπάει με την χοντρή του χέρα πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη· 265 μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος. Τότες κι' ο Αίας άδραξε μια πιο πολύ μεγάλη κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την με δύναμη ως απάνου εκεί.

Εις τους χρόνους του Κυρίου, η αντίθεσίς της αραιώς κατοικουμένης ταύτης πλευράς προς τας πολυανθρώπους πόλεις τας κειμένας επί της πεδιάδος Γεννησαρέτ θα ήτο πολύ μεγάλη· καίτοι δε ο διεσπαρμένος πληθυσμός της Περαίας συνίστατο εν μέρει εξ εθνικών, Τον ευρίσκομεν ουχί σπανίως διαπλέοντα την λίμνην διά ν' απομακρυνθή από του πλήθους. Αλλά πριν αναχθή το πλοίον, άλλη αξιοσημείωτος διακοπή επήλθε.

Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη ξέρεις ; — Ξέρω μια. — Για ν' ακούσω. — Δε στη λέω. — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου... Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να ζήτηση για πληρωμή. — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε βουλώσω σου τη λέγω.