United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της. — Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπετάν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια. — Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει.

Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτοίδιος και απαράλλακτοςμε την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.

Ο παπάς έρριψε κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν.

Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της.

Έπειτα, έχομε το πανηγύρι του χωρίου. . . θα ετοιμάσω και για τότε άλλη πάλιν φορεσιά και θα την κεντήσω με τέτοια σχέδια που όμοια έως τώρα δεν εφόρεσεν άλλη. Υπάρχει κανένα λουλούδι και κανένα στολίδι που δεν είμαι άξια να το κεντήσω ή να το υφάνωτον εργαλειό; Θα μπαίνωτον εργαλειό, όποτε επιθυμήσω καινούργιο φόρεμα, και η πρώτη του χωρίου θα είμαι πάντα, εγώ!

Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας. Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ήταν ο πρώτος οπού εφόρεσεν άρματα. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Καλέ, δεν είχε άρματα. Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Τι; είσαι αβάπτιστος; Πώς εννοείς την Αγίαν Γραφήν; η Αγία Γραφή μας λέγει «ο Αδάμ έσκαπτε»· χωρίς άρ- ματα ημπορούσε να σκάπτη; Θα σου βάλω και ένα άλλο ζήτημα· εάν δεν μου δώσης σωστήν απόκρισιν, τότε εξο- μολογήσου πρώτα καιΒ’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Λέγε λοιπόν.

Τέλος εφόρεσεν έν ζεύγος πατημένον γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.

Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως.

Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα.