United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σώπα, σώπα, σου λέγω! τον ετραβούσεν ο μπάρμπα-Γιωργός διαρκώς από το ράσσον. Θα σ' πάρη την μιλιά. Υψηλή, χαριτωμένη ως διακοπούλα, η λευκοφόρος κόρη ίστατο εκεί επί του μαρμαρίνου βαθρυδίου της Αγίας Πύλης ακίνητος, ιερά. Και ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Και ήνοιξε τότε τα στόμα της και είπεν εν ψαλμωδία. — Σώζου, γλυκύτατε πάτερ! Σώζου, ω μάταιε βίε. Σώζου η σύμπασα κτίσις.

Ήθελα να τον έβλεπα τώρα όπου είμαι εις καλήν διάθεσιν. — Βέβαια, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Η μαγισσά μου κάμνει ό,τι και αν επιθυμήσω. Δεν είναι αλήθεια; Και επάτησε τον σάκκον διά να τρίξη το δέρμα. — Μου λέγει ναι! Αλλά είναι άσχημος ο διάβολος και καλλίτερα να μη τον ίδης. — Ω! δεν φοβούμαι· ωσάν τι να ομοιάζη; — Θα είναι απαράλλακτος καλόγηρος.

Μα έτσι, σαν κουβεντιάζω για τη μάννα σας, θαρρώ πως την έχομε μαζί μας στο τραπέζι, μέρα που είνε. Και γύριζε πάλε στον Μοναχάκη, σκουπίζοντας τα μάτια του. — Να, τούτος, μούμοιασε, ο Μοναχάκης. Ιδιος κι' απαράλλακτος. Καλόγνωμος και πονετικός σαν κ' εμένα. Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρη. Όπως έζησα εγώ με τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, άμποτε να ζήση κι' αυτός. Μονοιασμένα κι' αγαπημένα.

Εις τα σχήματα και τας γραμμάς των βράχων εύρισκεν ομοιότητας προς τας φυσιογνωμίας αυτών. Ούτω επί μεγάλης πλάκας, ήτις εστέκετο απέναντι της μάνδρας, έβλεπε την μορφήν μιας γειτόνισσάς των, της Πετρογιάνναινας. Άλλος βράχος υψηλότερα, μαύρος, του εφαίνετο απαράλλακτος ο Τζαμπότζας ο αράπης, που εγύριζεν από πόρτα σε πόρτα κεδιακόνευε. Και ήτο μία από τας διασκεδάσεις του να τον πετροβολά.

Μετ' ολίγον το κολλύριον εξηραίνετο και τότε ήνοιγε το σφραγισμένον γράμμα και αφού το ανεγίνωσκε, το εσφράγιζεν εκ νέου με την επί του κολλυρίου σφραγίδα, η οποία ήτο απαράλλακτος με την αρχέτυπον σφραγίδα. Αλλ' άκουσε και τρίτην μέθοδον.

Απαράλλακτος είναι ο άλλος τον οποίον ο Άμασις αφιέρωσεν εις την Αθηνάν της Λίνδου. Συνέπραξαν δε και οι Κορίνθιοι μετά προθυμίας εις την επιχείρησιν της εκστρατείας ταύτης κατά της Σάμου· διότι κατά την προγενεστέραν γενεάν, συγχρόνως με την αρπαγήν του κρατήρος, είχον υποστή ύβριν τινά εκ μέρους των Σαμίων.

Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτοίδιος και απαράλλακτοςμε την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.

Μετ' ολίγον εξήλθεν η παρθένος από το ιερόν βαστάζουσα θυμιατήριον εσβεσμένον και θυμιάζουσα τάχα. Και τότε την είδε κατά πρόσωπον ο παπά-Κονόμος. Έβλεπε τότε εκπληρούμενον τον πόθον του τον βαθύν. Έβλεπε την κόρην του. Ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Η κόμη της, τα μάτια της, τα ανάστημα.

Απαράλλακτος από τον καιρό που τον πρωτογνώρισα, κακογερασμένος, με το ίδιο ηλιοκαμένο πρόσωπο, τα λιγοστά ψαρά γένεια του, κουρεμμένος ως το πετσί πάντα, με τα μεγάλα κιτρινωπά και βρώμικα δόντια του, σα δόντια αλόγου, παρδαλοντυμένος, είχε όμως πάντα στο μέτωπο, και στα μικρά, ζωηρά του μάτια, έναν στοχαστικό και περιγελαστικό μαζί αέρα, πολύ παράξενο. Θάλεγες ένα κεφάλι σοφού!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έκαμ' άδικο και τι; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι• αλλά εδώ μέσα όλοι μπαίνουνε γδυτοί. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα εγώ δεν θα μπω μέσα για να κάνω και κλοπές. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άφησε της φλυαρίες κ' έλα γδύσου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Με τον Χαιρεφώντα εκείνο απαράλλακτος θα γίνης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ! ο κακομοιριασμένος! θάβγω μισοπεθαμένος! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σώπα κι' ακολούθησέ με γρήγορααυτά τα μέρη.