United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού τοιαύτας και άλλας βλασφήμους φλυαρίας εξήμεσεν εκ του μιαρού αυτού στόματος ο βρωμολόγος εκείνος Εβραίος, ήρξατο έπειτα να πλέκη εις τον θεόν του Ισραήλ στέφανον ν ε φ ε λ ώ ν και α σ τ έ ρ ω ν.

Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της. — Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπετάν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια. — Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει.

Και πάντοτ' ενθυμούμαι την ώραν εκείνην την αδελφήν του να κάθεται εις τον καναπέ και να πλέκη: Και τον Αντωνέλλον να ρίπτη μια ματιά εις τον δρόμον και μια εις την αδελφήν του, ενώ εκρατούσε πάντοτε μια μικρή αξίνη, ή κανένα χονδροψάλλιδο με το οποίον εκαθάριζε τα δένδρα του κήπου των.

Μίαν εσπέραν κατώρθωσε να ομιλήση καθ' οδόν με την Πηγήν, επιστρέφουσαν από την βρύσιν. — Δεν είνε ζωή τουτηνέ, της είπε. θα πλέκη ακόμη πολύν καιρόν αφέντης σου; Είντα τα θέλει τοσανά κοφινοκάλαθα; — Θέλει να πάη στη Μεσαρά να τα πουλήση. — Τότε ζήσε, Μάη μου ... Έπειτα μετά στιγμιαίαν σκέψιν: — Για να σου 'πώ, Πηγιό, της είπεν. Έρχεσαι να φύγωμε ... .να σε κλέψω; — Και πού θα πάμε;

Τι ιατρικόν θα του δώσης, ιατρέ μου; ηρώτησεν η κυρά Λοξή, κλείσασα τον ένα οφθαλμόν διά να υποδείξη προς τίνα σκοπόν η ερώτησις. — Θα του δώσω κάτι να πλύνη τα 'μάτια του. Αλλά πρέπει και να δουλεύη με τα χέρια του. — Αυτό του λέγω κ' εγώ, ιατρέ μου! Με τα χέρια σταυρωμένα και τα 'μάτια κλειστά σκουριάζει ο νους του ανθρώπου. Του λέγω να πλέκη καλάθια.

Πήρε το κέντημά της, το μεγάλο κέντημα που είχε απάνω την Ιστορία των Ευμορφόπουλων και το κάρφωσε φαρδύ πλατύ στον τοίχο του γραφείου. Το κρέμασε ίσα κοντά στο άγαλμα της Δόξας κι ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Έπειτα έκατσε στην ταράτσα κι άρχισε να πλέκη την κάλτσα της. Έπλεκε νευρικά και συχνοκύτταζε το δρόμο, ανυπόμονη πότε να φανή ο Αριστόδημος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να τος ο καλός σου.

Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν, και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει.

Προφανώς τον εζήλευε διότι δεν ήτο υποχρεωμένος να εργάζηται, ενώ αυτός ήτο ηναγκασμένος να πλέκη καλάθια διά να ζήση. Από καιρού εις καιρόν ο κηπουρός, διακόπτων την εργασίαν ταύτην εχασμάτο βλέπων τον κύνα. Ούτος δε απήντα διά νωθρού γαυγισμού εις τον προκλητικόν τούτον τρόπον του κυρίου του. Περιττήν θεωρούμεν πάσαν περαιτέρω σύστασιν προς τον αναγνώστην.

Την επιούσαν ο Θωμάς ευρίσκετο εις την αυτήν θέσιν και εξηκολούθει να πλέκη. Αι ημέραι παρήρχοντο και έγιναν εβδομάδες, το δε τουρλωτόν φέσι του επιφόβου γέροντος εφαίνετο καρφωμένον εκεί, όπως τα φόβητρα τα οποία απομακρύνουν από τους λαχανοκήπους τα πτηνά και τα ζώα. Και την Πηγήν σπανίως και μακρόθεν έβλεπεν, εις το παράθυρον και όταν μετέβαινεν εις την βρύσιν ή τον εσπερινόν.