United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ, σαν τρελλοκόριτσο που ήμουν ακόμαείχα παντρευτή πολύ μικρή, καθώς σου είπα, και τώρα δεν θα ήμουν περαπάνω από δεκαφτά χρονώνξέχασα και άνδρα άρρωστο, και τάξιμο, κ' εκκλησιά, κ' επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα κ' εγινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι. Εστάθηκα εκεί ολίγην ώρα, ύστερ' απόστασα να στέκωμαι, κ' εκάθισα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδασι.

Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

Εθεώρει την εξοχήν εκείνην ως γειτονίαν ιδικήν της και δι' αυτό έλεγε· «Πούαυτόν τον κόσμο». Εγώ την εχαιρέτησα κ' εκάθισα επί τινος όχθου, υπό δένδρον ελαίας, εις την εσχατιάν του ελαιώνος. Εκείνη ελθούσα απέθεσε το καλάθιόν της πλησίον μου, και περιστείλασα επιμελώς με τας δύο χείρας τα κράσπεδα της εσθήτος της, εκάθισεν ολίγον παραπέρα. — Τρως χαμάδες, να σε φιλέψω, εξάδελφε;

Αυτοί με έβαλαν και εκάθισα κοντά τους, ολόγυρα εις μίαν μικράν πέτραν, και εστάθηκα στενεμμένος διά να φάγω και να πιώ, το περισσότερον διά να τους ευχαριστήσω· μα ευθύς εκατάλαβα ότι αυτοί ήτον κλέφτες, επειδή και άρχισαν να διηγούνται διά μια μεγαλωτάτη κλεψιά που έκαμαν· και εκεί που ετρώγαμεν, ο προεστώς τους μου επρόβαλεν αν θέλω να έμβω εις την συντροφιάν τους.

Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η καρδία μου. Επί τέλους! Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα τον εξώστην.

Εκόλλησα το κηρίον τούτο εις το μανουάλιον, κ' εκάθισα εις έν των δύο ή τριών στασειδίων, όσα υπήρχον διά να ξεκουρασθώ . . . Είτα ηθέλησα να γονυπετήσω και προσεπάθησα να δεηθώ, αλλ' ερρέμβαζον. Έκλεισα τα όμματα, επαιτών ένα ύπνον, αλλ' ο πόνος ηγρύπνει εντός μου.

Η σελήνη είχε περικαλυφθή εις νέφη. Διέκρινον εις το σκιόφως το μαρμάρινον κτίριον, και δεν ενόουν τίποτε. Μου εφάνη ότι πράγμα τι εξεπήδησεν εκείθεν του τοίχου και ετράπη εις φυγήν ίσως ήτον αγριόγατος ή νυφίτσα θηρεύουσα εις το σκότος. Επανήλθον εις τον ναόν, κ' έκαμα τον σταυρόν μου. Εκάθισα πάλιν εις το στασείδιον.

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συαπέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!

Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως.

Τότε ευθύς με ένδυσαν με τα βασιλικά φορέματα, με έβαλαν επάνω εις βασιλικόν άλογον και από τον λιμένα άρχισεν η παράταξις, όταν έτρεξε πλήθος λαού κάθε ηλικίας και τάξεως διά να ιδούν μίαν μαϊμούν, που ο βασιλεύς εξέλεξε διά βεζύρην του· και αφού έδωσα εις τον λαόν ένα θέαμα παράδοξον και ανήκουστον, έφθασα εις το βασιλικόν παλάτι, και ευρίσκω τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον εις το μέσον των μεγιστάνων και αρχόντων του παλατίου· τον επροσκύνησα τρεις φορές έως την γην, έπειτα εκάθισα εις σχήμα μαϊμούς εις την θέσιν του βεζύρη.