United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς μετά πόνου μεγάλου την επήκουσε, και της έταξε διά να κάμη καθώς παρήγγειλε. Και τελειώνοντας αυτά τα λόγια η Τζελίκα έχασε τες αίσθησές της, και ο πατέρας της νομίζοντάς την αποθαμμένην, ετραβήχθη από εκεί γεμάτος κλάματα και οδυρμούς διά τον θάνατόν της· έπειτα έδωσε θέλημα και την έφεραν εις τον τάφον με πολλήν τιμήν καθώς το είδες με τα μάτια σου.

Αυτός ο Ισσάχαρ ήταν ο πιο χολερικός Εβραίος, που υπήρξε στη φυλή του Ισραήλ από την εποχή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας. — Πώς! είπε· σκύλλε Γαλιλαίε, δε μας φτάνει ο Κύριος Ιεροξεταστής; Πρέπει κι' αυτός ο κανάγιας να κάμνη μαζί μου μοιρασά; Λέγοντας τούτα τραβά ένα μακρύ μαχαίρι, που τόχε πάντα μαζί του και νομίζοντας, πως ο αντίπαλος του ήταν άοπλος, ρίχνεται πάνω του.

Και αφού με είδεν εις αυτήν την κατάστασιν ο προδότης και επίβουλος, μου έδωσε πολλές μαχαιριές με ένα πουνιάλι, που επιταυτού είχε, και μένοντας από αυτές χωρίς καμμίαν αίσθησιν, και νομίζοντάς με αποθαμμένη με έβαλεν εις ένα σάκκον, και μοναχός του διά νυκτός με έφερε εις εκείνον τον τόπον που με ηύρες.

Σταμάτησε να ράβει, τέντωσε τη μέση της, έριξε πίσω το κεφάλι για να αναπνεύσει καλύτερα, τα χέρια της έσφιξαν το ύφασμα. Και ο Έφις πετάχτηκε επάνω τρομαγμένος, νομίζοντας ότι ήταν έτοιμη να λιγοθυμήσει. Κράτησε όμως μια στιγμή μόνο. Τον ξανακοίταξε με τα μάτια της όλο κακία και είπε ήρεμα: «Και αν ακόμη γυρίσει, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Και δεν χρειαζόμαστε κανέναν για να μας προστατεύει».

Και εγώ θα είμαι οδηγός σ' εσένα για το ταξίδι σου και σ' εκείνη για το δρόμο της. Και νομίζοντας κι' αυτό ακόμη σημάδι εκείνων, που είδε στο όνειρό του, τη βγάζει στη στεριά με την ίδια τη ναυαρχίδα του. Και μόλις είχε βγη έξω η Χλόη, ακούεται πάλι από το βράχο ήχος σουραυλιού, όχι πια πολεμικός και τρομερός, παρά ποιμενικός και σαν να οδηγούσε τα κοπάδια στη βοσκή.

Πήγε κατ’ ευθείαν στην τοκογλύφο και γέλασε όταν κατάλαβε πως εκείνη δε τον αναγνώρισε αμέσως και τον υποδέχτηκε καλοσυνάτα νομίζοντας πως είναι ξένος, ένας υπηρέτης που τον έστειλε κάποιος κτηματίας για να ζητήσει λεφτά. «Καλίνα, γριά καρακάξα, δε με αναγνωρίζεις; Κι εσύ όμως αδυνάτισες

Τους πήρα από μια εθνική παράδοση, η οποία λέγει: «Όταν εμπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, οι Χριστιανοί είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, νομίζοντας, ότι θα καταιβή Άγγελος Κυρίου και κρατώντας πύρινη σπάθα θα τους έδιωχνε ως την &Κόκκινη Μηλιά& και θα λευτερόνονταν όλοι από τους Αγαρηνούς.

Κ' εκείνοι πιστεύοντάς τους από τις πληγές και νομίζοντας, ότι είναι δίκαιο να εκδικηθούνε νέους, που ήταν από τα πρώτα σπίτια του τόπου τους, αποφασίσανε να κινήσουν άξαφνα πόλεμο στους Μιτυληνιούς και πρόσταξαν το στρατηγό, αφού ρίξη στη θάλασσα δέκα πλεούμενα, να διαγουμίζη τ' ακρογιάλια τους.

Αλλά κι ο βοσκός τουφώναξε: «Βάλε μου το στ' αραγούλι, πέψε μου το στου Μαγούλη», κέφυγε. «Καλά, είπε κι ο παπάς, θα σου δείξω 'γώ, ζωντόβολοΚαι την άλλη μέρα γεμίζει έναν αραγό ξύδι και του τον στέλλει. Και ο βοσκός, νομίζοντας ότι το τουλουμάκι είχε κρασί, το γύρισε κιάρχισε να πίνη, να πίνη, σαν καταβόθρα, όσο που ένοιωσε το ξύδι να του θερίζη μέσα τα σωθικά.

Παχειά μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα, και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα. — Δε σου φαίνεται...; είπεν ο Ρένας. — Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα. — Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη.