United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα όμως, στο σπίτι με τις θείες, είμαι όπως εκεί…. και δεν ξέρω…Μια φωνή που είχε κάτι το κοροϊδευτικό διέσχισε τη σιωπή της πλαγιάς, πάνω από τους δυο άντρες, και ο Τζατσίντο πετάχτηκε επάνω έκπληκτος νομίζοντας ότι κάποιος είχε ακούσει την ιστορία του και τον περιγελούσε.

Αυτή η τομή μ' έκανε να βγάλω μια τρομερή φωνή, που ο χειρούργος μου έπεσε τ' ανάσκελα· και νομίζοντας, πως έσκιζε το διάβολο, έφυγε πεθαμένος του φόβου και μάλιστα, καθώς έτρεχε, γκρεμίστηκε από τη σκάλα.

Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα.

Τώρα τελευταία στην Τουρκιά συνέβηκε ένα περιστατικό, που μπορεί και να αλλάξει κάμποσο, μετά καιρό, το Τούρκικο κράτος. Ξύπνησαν μερικοί Τούρκοι, με τη μανία να γίνουν κι αυτοί Ευρωπαίοι. Οι νεοφώτιστοι από τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό νέοι Τούρκοι κατάφεραν και έκαναν βουλή και γερουσία στην Τουρκιά, νομίζοντας πως αυτό θα σώσει το κράτος τους από την καταστροφή.

Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.

Νομίζοντας ότι κοιμάται η Νατόλια της άγγιξε το χέρι που έκαιγε, αλλά η γριά το τράβηξε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου Νατόλια, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε στον Έφις Μαρόντσου και πες του ότι πρέπει να του μιλήσω. Μην το μάθει όμως η Γκριζέντα.

Πιος άλλος, πες, κι' απ' τους στερνούς θα δει καλό από σένα αν οχ τη μάβρη συφορά τους Αχαιούς δε βγάλεις; Άσπλαχνε, η Θέτη μάννα σου, πατέρας σου ο Πηλέας δεν είναι· εσένα θάλασσα σε γέννησε αφρισμένη και γκρεμοβράχια, τι θεριού καρδιά 'χεις μες στα στήθια. 35 Μα αν ίσως σου δειλιάει καμιά το νου σου προφητεία πούχε απ' το Δία ακούσει πριν η σεβαστή σου η μάννα, μα άφισε καν να σύρω εγώ, μαζί μου ας βγουν και τάλλα τα παλικάρια μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι . Και δάνεισε μου τ' άρματα, σα βγω, τ' αστραφτερά σου, 40 ίσως ότι είμαι τάχα εσύ νομίζοντας με οι Τρώες σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι παινεμένοι Αργίτες πούλιωσαν πια· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα.