United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους.

Και ξέρεις γιατί ήθελα να χωριστώ από σένα; Ναι, γιατί το γνώριζα καλά πως θα γινότανε μια μέρα και γι' αυτό ήθελα να γίνη καλήτερα όσο είσουνα νέος και δυνατός και μπορούσες να με ξεχάσης σε λίγο και να γίνης ευτυχισμένος με μιαν άλλη. Σώπασε μια στιγμή και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα. Έπειτα ξακολούθησε κ' η φωνή της είτανε ξανανιωμένη. — Ύστερα ήρθε ο μικρός Σβεν, Γιώργο, κι αλλάξαν όλα.

Δυο κοπάδια, λέει ο Προκόπιος, Σλάβοι, κι όχι και πολυάριθμοι, μόλις 3 χιλιάδες όλοι όλοι, ξεκινούν από τον Ίστρο, κι ανταμώσαντας τους δικούς μας στη Θράκη, τους νικούνε, πεζούς και καβαλλαρέους! Σκορπίζουνται έπειτα στη χώρα, και μήτε πολιτείες αφίνουνε μήτε κατοίκους, Γέμισε κορμιά σκοτωμένων η Ιλλυρική κ' η Θράκη, γεμίσανε σκλαβωμένα γυναικόπαιδα τα στρατόπεδά τους.

Ταναφυλλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα. — Αλλοίμονο! στέναξε βαθιά. Αλλοίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλλοίμονο σ' εμένα!... Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης.

Τα παράθυρα της ακρογιαλιάς γεμίσανε γυναίκες και κοριτσόπουλα. Τα παιδιά τρέχανε με σάλτους και φωνές στο μώλο κ' έσπρωχνε το ένα το άλλο να ζυγώσουνε, μα δεν κοτούσανε απ' το φόβο τους. — Άκου νακούσης, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός ρουφώντας τον ναργιλέ του. Εδώ σε θέλω να ιδής τ' είνε το μυαλό του ανθρώπου. Αυτός, μάτια μου, έμαθε και τη γλώσσα των σκυλιών. Γαβ-γαβ!

Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κ' ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι' άρχισε την κουβέντα: — Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή. — Δόξα σοι ο Θεός! — Για κύττα ταστέρια, Στρατή. Σμάρι ταστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι' όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε. — Λες κ' έχει πανηγύρι στα ψηλά ο Γερο-Θεός.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.