United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθή τέλος και να κάμη ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκαμε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ' έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα.

Ο Βόλος είταν ακόμα Τουρκιά. Μα ο Χαραλαμπίδης, μ' ένα χαρτάκι και μερικές βούλλες απάνω, το κατάφερε από ραγιάς να βαφτιστή «ΈλληνΠήγαν καλά κ' οι δουλειές του, — κ' ήρθε και ρίζωσε μέσα στην Πόλη. Έστησε αυτό το Κάστρο που βλέπεις, κ' έφερε μέσα τη λευτεριά μ' όλα της τα καλά. Μήτε του πουλιού το γάλα δεν του έλειπε του Χαραλαμπίδη.

Το βασιλόπουλο μεγάλωνε μέσα στα πούπουλα και μέσα στα χρυσάφια. Ο Ρήγας το πότιζε με του πουλιού το γάλα. Σκλάβοι και σκλάβες το παράστεκαν μέρα και νύχτα. Μα το βασιλόπουλο ήτανε πάντα χλωμό και αρρωστιάρικο και τα μεγάλα γαλανά του μάτια ήσαν πάντα γυρμένα κατά γης. Ο Ρήγας κάλεσε όλους τους γιατρούς από Ανατολή και Δύση.

Δεν ήθελα να με ιδούν, καϋμένε· το ξέρω πως δεν είνε κακοί· μα τους φοβούμαι. Πού μπορώ, η φτωχή, να ζήσω κάτω από τα ματογυάλια τους!.. Δεν πρόφτασε να τελειώση τη φράση της κ' έβγαλε ένα «α!» τρομασμένο. Σύνωρα βούλιαζε πίσω από τη μάντρα το κεφαλάκι μ' ένα γέλοιο σκαστό και συγκρατητό, σαν φτεροκόπημα μικρού πουλιού.

Επέστρεψε το αίματα μάγουλα σου; — δεν αργούν να κατακκοκινίσουν. 'Σ το μοναστήρι πήγαινε· κ' εγώ απ' άλλον δρόμον εκεί πηγαίνω, επειδή θα ενταμώσω κάποιον, που θα μου δώση μυστικά σχοινιά, διά ν' αναίβη εις την φωληάν ενός πουλιού ο αγαπητικός σου όταν νυκτώση. — Πήγαινε. — 'Πάγω κ' εγώ να φάγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! με την ώραν την καλήν, χρυσή μου παραμάνα. Το κελλίον του Λαυρεντίου.

Κακή ώρα τους βρήκε τότες τους χίλιους κουρέους, τους χίλιους κεραστάδες, τους χίλιους μαγείρους, και τους ακόμα πιώτερους Ευνούχους που βράζανε στο παλάτι μέσα. Δε φαίνουνται ρητορικές υπερβολές αυτά τα βαρβαρικά μεγαλεία που μας τα είχε ο Κωσταντίνος φερμένα από Ρώμη κι από Περσία, Του πουλιού το γάλα έβρισκες στο παλάτι εκείνο.

Ο ήμερος Άνθιμος, οπού μπορούσε να συγκινηθή και να κλάψη και εις το πλιο μικρό δυστύχημα, εις το θάνατο πουλιού, ή εις την αρρώστεια κανενός αρνιού, δεν εσυγχωρούσε το παραμικρό παράπτωμα, όταν εγινότανε για να βλάψη, και ας ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο επίσημος, ο πιο μεγάλος εκείνος που το έκανε· ημπορούσε να του ειπή, να του το ρίξη κατά πρόσωπον, χωρίς να φοβηθή καθόλου.

Τέλος έφθασεν εις του Πουλιού τη Βρύσι, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μία πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά να μη γλυστρήση και πέση.

Πώς να βαρεθούμε. Δουλεύουμαι στη γη, που μας γελά με τα άνθια της και μιλούμε με τ' αστέρια, που φωτίζουν της ψυχές μας. Μ α ρ ί α. Μιλείτε με τ° αστέρια; Τ σ ι γ γ ά ν α. Πώς! Αν δεν μιλάγαμε θα ξέραμε της τύχες των κοριτσιών και θα γνωρίζαμε τα γιατροσόφια που γιατρεύουν της πονεμένες ψυχές. Ακούεται έξω σαν ένα φτερούγισμα πουλιού και κλάψιμο σκύλλου.

Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο στεναγμός κάποιου πουλιού• ήταν ο αναστεναγμός των καλαμιών και η φωνή, όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα λαχάνιασμα όλο μυστήριο που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη.