United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διές το σαν πέρασαν αιώνες κ' ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γις και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη.

Η χαρά του όμως έσβησε αμέσως, ξαφνικά, όπως είχε ανάψει και ξαναβρέθηκε στην έρημό του, στη θάλασσά του, στο μυστηριώδες και τρομερό ταξίδι του προς τη θεία τιμωρία.

Γι' αυτό οι γειτόνοι στέκανε και κοιτάζανε χωρίς να μπορούνε ναρθούνε να βοηθήσουν. Μόνοι τους οι δυο γέροι γλυτώσανε ό,τι μπορέσαν κ' έπειτα στέκανε και κείνοι και κοιτάζανε να καίεται ό,τι είχαν, δίχως να μπορούνε να κάμουν τίποτε. Με τις τελευταίες σπίθες που σβηστήκανε στη στάχτη, έσβησε και σ' αυτούς η τελευταία ελπίδα πως θα μπορούσανε να περάσουν άνετα τα γερατιά τους.

Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον ΆηΓιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η ώρα.

Αχ! γιαΤι να μην είν' εδώ αυτή την ώρα αναμεταξύ μας και η δυστυχισμένη μου η θυγατέρα που μας έσβησε τόσο παράκαιρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Διώξε, γιαγιά μου, τα λυπητερά πράματα από το μυαλό σου. Μην τα θυμάσαι ολοένα. Ξέχασέ τα πια. ΓΙΑΓΙΑ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Πρέπει να τα διώξουμε τώρα. Αννούλα, πάμε να ετοιμάσουμε μια κάμαρα για το Σταύρο.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

Σιγά σιγά όμως γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της. Ντράπηκε για την ονειροφαντασιά της. Θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στη γριά: «όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησε να βρει τις λέξεις που έπρεπε να πει στον ανιψιό της για να τον πείσει να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί την Γκριζέντα.

Να μπορέση να γίνη τέτοιο πράμα! Στην αρχή νόμιζα πως ο ήλιος έσβησε και δε θα μπορούσα να ξαναδώ το φως της μέρας. Και βασανίζουμαι με τη σκέψη πώς να σε κάμω να γίνης καλός μαζί μου και πώς να μπορούσε να ξαναγίνη το πράμα έτσι σα να μην είχε τρέξει ποτέ εκείνο που έτρεξε.

Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- Αποκοιμήθηκε- Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την Λιόλια . . . Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη αγωνία που του στερεύει η ανάσα και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο, έσβησε Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία!

Η ανάμνηση αυτή με κλόνισε και κοίταξα μηχανικά απάνω προς το παράθυρο, αν κ' ήξερα καλά πως δε θα έστεκε κει κανείς να με περιμένη. Τότε μου ήρθε η σκέψη: Περσότερο από ενάμιση χρόνο τώρα την περιμένεις να πεθάνη και την έχεις κλάψει, σα να είτανε νεκρή. Τώρα δεν μπορείς πια να αιστάνεσαι τίποτε. Ο πόνος έχει λιώσει μόνος του, έσβησε μέσα στην ίδια του τη φλόγα κ' έμεινε μόνο η στάχτη».