United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΝΕΑΝΙΑΣ και μετ' ολίγον Α' ΓΡΑΥΣ και ΝΕΑΝΙΣ Αχ! είθε να μπορέσω κοντά στη νηά να πέσω, προτού μου 'ρθούν για πλάκωμα γρηές και κουτσομύτες. Αυτό δεν υποφέρεταιελεύθερους πολίτες! Ας έμβω να κρυφθώ εδώ, και τι θα κάνη να το ιδώ. ΝΕΑΝΙΑΣ Δώστε, θεοί, την ώμορφη κοπέλλα ναύρω μόνο, που τόσο ρούφηξα κρασί κ' από τον πόθο λειώνω. Ενόμισε πως έφυγα, και μέσα τώρα μένει. και γι' αυτόν εγώ μιλούσα!

Και γω πώς θα μπορέσω να ζήσω; Το σώμα μου μένει εδώ. Έχεις την καρδιά μου. — Ιζόλδη, φίλη, φεύγω, δεν ξέρω για ποιον τόπο. Αλλ' αν ποτέ ξαναϊδής το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, θα κάμης ό,τι σου ζητήσω μ' αυτό;

Διατάχτε τη μάχη: δεν αρνούμαι κανέναν αντίπαλο, κι' αν δεν μπορέσω ν' αποδείξω το δίκηο μου, κάψετέ με μπροστά στους ανθρώπους σας. Αλλ' αν νικήσω κι' αν σας ξαναρέση να πάρτε πάλι την Ιζόλδη με το φωτεινό πρόσωπο, κανείς από τους βαρώνους δε θα σας υπηρετήση πειο πιστά από μένα.

Δεν θέλει μεγάλα και αδύνατα πράγματα· μόνο ένα δακτυλιδάκι με μια μικρά μικρά πέτρα, σαν.... στραγάλι. — Γελά ή δεν γελά το κοινόν, το οποίον γνωρίζει από αδάμαντας; — Και πόσο κάνει αυτό το δακτυλιδάκι; — Μόνο πεντακόσες δραχμές, Πασχαλάκη μου. — Πεντακόσες δραχμές! Πάει να πη ότι ο γάμος θα γίνη μετά 500 χρόνια, διότι μόνο μετά 500 χρόνια θα μπορέσω να κάμω 500 δραχμές.

Όταν συναντήθησαν, ο Τριστάνος κράτησε από τα χαλινάρια το άλογο της Ιζόλδης, εχαιρέτησε το Βασιληά και είπε: «Βασιληά, σου παραδίνω πάλι την Ιζόλδη την Ξανθή. Μπροστά σ' όλο τον κόσμο εδώ, ζητώ να με παραδεχτής στην Αυλή σου για να μπορέσω να υπερασπίσω τον εαυτό μου κατά των συκοφαντών. Ποτέ δεν εδικάστηκα. Διάταξε, Βασιληά, να δώσω μάχη. Αν νικηθώ, κάψε με στο θειάφι.

Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι νάρθη ο καιρός σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις. — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή. — Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει. — Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια.

Θυμάσαι πως σου το είπα τότε; Πίστευα τότε πως μου τον έστειλε ο θεός για να με κρατήση στη ζωή κ' έτσι να μπορέσω να σε κάμω ευτυχισμένο καθώς το πιθυμούσα και παρακαλούσα κάθε βράδι το θεό γι' αυτό. Πίστευα σταθερά πως ο θεός με άκουσε και μιλούσα γι' αυτό με το μικρό Σβεν όταν είμαστε μόνοι και δεν μπορούσε νακούση κανείς τα λόγια μας. Μα τώρα, Γιώργο, τώρα αυτός μ' αφίνει.

Μην κυττάς που ψευτίζουμε με τον καιρό. Φεύγουμε από τη μάννα και πάμε στην παραμάννα γι' αυτό. Δόξα σοι ο Θεός, εγώ δεν τόπαθα τέτοιο κακό. Έμεινα πάντα στον κόρφο της μάννας μου. — Αλήθεια· δόξα σοι ο Θεός! είπε ο Δημητράκης με λύπη. Μα εγώ δε μπορώ να το καυχηθώ για τον εαυτό μου. Εγώ έφυγα έφυγα κ' είνε ζήτημα αν θα μπορέσω να την ξαναυρώ. Για τούτο τώρα δε μπορώ να νοιώσω το κέντημά σου.

Και την τελευταία την στιγμήν αν μετανοιώση, στον Ηρακλέα αν δεχτή να θυσιάση, το λόγο μου σου δίνω να τόνε συχωρέσω. Άλλο από τούτο να μπορέσω δεν γίνεται να κάνω. Θέλω να πεθάνω! Θέλω να πεθάνω!

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.