United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν αδύνατο, άδικο είταν ένα πλάσμα σαν και σένα, τόση χάρη και τόσος νους, τόση χάρη παιδιακήσια και νους τόσο γερός, τόση ψυχή, τόσο φως να χαθούν, κι άμα πεθάνης να μην ξέρη κανείς πως είσουν της πλάσης το στολίδι, το καμάρι τουρανού. Για τούτο έκλαια κι απελπίζουμουν και ζητούσα κάτι να κάμω για σένα, κανένα ποίημα να σου χαρίσω, που να σε δοξάζη, που να μείνη παντοτεινά. Και διές τώρα!

Και μήπως δεν το βλέπω πως είναι παραμύθια; Παραμύθια φερμένα και ποιος ξέρει από πού; Από την Εβρώπη; Και τα πιστέβω; Φτάνει πια. Πρέπει να φανώ άντρας. Τι; δεν το κατώρθωσα ακόμη να τα ξεφορτωθώ, να τα ξετινάξω αφτά τα παιδιακήσια που είναι ντροπή; — Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς... Μου έμαθε η μάννα μου να το λέω.

Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα.

Μόν αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλημμυρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατηβάζει αφρισμένο. Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει.

Η καθαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακήσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται. Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν τόθελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο.... Κ 'έτσι άρχισα να προκόβω. Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα.

Η ιδέα είναι παιδιακήσια, και να που μπορεί κ' ιστορικό βιβλίο να γραφή στην Εθνική μας τη γλώσσα . Δυο λόγια τώρα και για το δούλεμα του έργου. Καθώς θα δη αμέσως ο αναγνώστης, δεν είναι Επιστημονική Ιστορία, αφού και καθαυτό ιστορικός δεν είμαι.

«Στο Θεό σας, είναι αφτά πράματα που γράφουνται; Δεν τα βλέπετε; Δεν τα σιχαίνεστε; Αλήθεια, το φαντάζεστε πως είναι γράμματα, πως είναι φιλολογία, πως είναι ύφος, πως είναι γλώσσα; Καλέ, μαζώξτε τα γλήγορα, μην τύχη και τα δη ο κόσμος, που είναι όλα σας γελοία και παιδιακήσια

Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό! Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε.

Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι. ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες. Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου.

Βρέθηκε να τους ανταμώσω πέρσι στο Παρίσι, πού και πώς μη ρωτάς. Είχα να τους διώ από τα παιδιακήσια μου χρόνια στην Πόλη. Είναι σήμερα σωστοί πέντε μήνες, την ίδια μέρα και με το ίδιο ταχυδρομείο, στις εντεκάμισυ το πρωί, στην εξοχή, έλαβα δυο πλίκους και μέσα στον κάθε πλίκο λίγες κόλλες χαρτί. Είταν του καθενός η ιστορία γραμμένη από το χέρι του. Σου στέλνω τη μια και την άλλη.